γονυπετής: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0502.png Seite 502]] ές, knie-, fußfällig, γονυπετεῖς ἕδ ρας προσπιτνῶ σ' [[ἄναξ]] Eur. Phoen. 300; Synes.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0502.png Seite 502]] ές, knie-, fußfällig, γονυπετεῖς ἕδ ρας προσπιτνῶ σ' [[ἄναξ]] Eur. Phoen. 300; Synes.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γονυπετής]] -ές [[γόνυ]], [[πίπτω]] geknield, op zijn knieën:. γονυπετεῖς ἕδρας [[προσπίτνω]] σε in een geknielde positie val ik voor u neer Eur. Phoen. 293.
}}
{{elru
|elrutext='''γονυπετής:''' (у)павший на колени, коленопреклоненный Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γονῠπετής:''' -ές (πί-πτω), αυτός που πέφτει στα [[γόνατα]]· <i>ἕδραι γονυπετεῖς</i>, η [[στάση]] ικεσίας του γονατισμένου, σε Ευρ.
|lsmtext='''γονῠπετής:''' -ές (πί-πτω), αυτός που πέφτει στα [[γόνατα]]· <i>ἕδραι γονυπετεῖς</i>, η [[στάση]] ικεσίας του γονατισμένου, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''γονυπετής:''' (у)павший на колени, коленопреклоненный Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[γόνυ]], [[πίπτω]]<br />falling on the [[knee]], ἕδραι γον. a kneeling [[posture]], Eur.
|mdlsjtxt=[[γόνυ]], [[πίπτω]]<br />falling on the [[knee]], ἕδραι γον. a kneeling [[posture]], Eur.
}}
{{elnl
|elnltext=[[γονυπετής]] -ές [[γόνυ]], [[πίπτω]] geknield, op zijn knieën:. γονυπετεῖς ἕδρας [[προσπίτνω]] σε in een geknielde positie val ik voor u neer Eur. Phoen. 293.
}}
}}

Revision as of 10:56, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονῠπετής Medium diacritics: γονυπετής Low diacritics: γονυπετής Capitals: ΓΟΝΥΠΕΤΗΣ
Transliteration A: gonypetḗs Transliteration B: gonypetēs Transliteration C: gonypetis Beta Code: gonupeth/s

English (LSJ)

ές, (πεσεῖν) falling on the knee, Tim.Pers.189; ἕδραι γ. a kneeling posture, E.Ph.293.

Spanish (DGE)

(γονῠπετής) -ές
1 postrado de hinojos σῶμα Tim.15.176, ἕδραι γονυπετεῖς posturas arrodilladas E.Ph.293, ἱκέτης Synes.Ep.41 (p.58), como pred. ὁ δ' ... γ. ἐδεῖτο αὐτοῦ App.Ill.9, ἀποδέχονται γονυπετεῖς τὴν ἐπαρχότητα reciben postrados de hinojos el cargo de prefecto Lyd.Mag.2.9.
2 adv. -ῶς de hinojos προτρέποντος Lyd.Mag.2.17.

German (Pape)

[Seite 502] ές, knie-, fußfällig, γονυπετεῖς ἕδ ρας προσπιτνῶ σ' ἄναξ Eur. Phoen. 300; Synes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γονυπετής -ές γόνυ, πίπτω geknield, op zijn knieën:. γονυπετεῖς ἕδρας προσπίτνω σε in een geknielde positie val ik voor u neer Eur. Phoen. 293.

Russian (Dvoretsky)

γονυπετής: (у)павший на колени, коленопреклоненный Eur.

Greek (Liddell-Scott)

γονῠπετής: -ές, (πεσεῖν) πίπτων εἰς τὰ γόνατα, ἕδραι γον., ἡ στάσις τοῦ γονατισμένου, γονατιστός, Εὐρ. Φοιν. 293, Συνέσ. Ἐπ. 57.

Greek Monolingual

-ές (AM γονυπετής, -ές)
ο γονατιστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -πετής < πίπτω (πρβλ. δυσπετής, χαμαιπετής)].

Greek Monotonic

γονῠπετής: -ές (πί-πτω), αυτός που πέφτει στα γόνατα· ἕδραι γονυπετεῖς, η στάση ικεσίας του γονατισμένου, σε Ευρ.

Middle Liddell

γόνυ, πίπτω
falling on the knee, ἕδραι γον. a kneeling posture, Eur.