βήρυλλος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0442.png Seite 442]] ἡ, ein meergrüner Edelstein, Beryll, Add. 6 (IX, 544); Dion. Per. 1012; Luc. V. H. 2, 11; ungenau auch masc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0442.png Seite 442]] ἡ, ein meergrüner Edelstein, Beryll, Add. 6 (IX, 544); Dion. Per. 1012; Luc. V. H. 2, 11; ungenau auch masc.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βήρυλλος''': , πολύτιμός τις [[λίθος]] χρώματος θαλασσοπρασίνου, Διον. ΙΙ. 1012, Τρυφ. 70· Ἱνδὴ β. Ἀνθ. ΙΙ. 9. 544· β. [[λίθος]] Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 2. 11· - ὑποκορ. βηρύλλιον, τό, Ἐπιφάν.· βηρύλλιος, , Ἑβδ.· βηρυλλιόλιθος, ὁ, [[αὐτόθι]].
|elnltext=[[βήρυλλος]] -ου, ἡ beryl (edelgesteente).
}}
{{elru
|elrutext='''βήρυλλος:''' ἡ [[берилл]] (драгоценный камень) Luc., Plut., Anth.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: a precious stone, [[beryll]] (LXX),<br />Other forms: [[βηρύλλιον]] <b class="b2">id.</b> (LXX).<br />Derivatives: [[βηρύλλιος]] a plant (Ps.-Dsc.); [[βηρυλλίτης]] ([[λίθος]], Cat. Cod. Astr.).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] India<br />Etymology: The stone came in hellenistic times from India; the name was Prākrit [[veruliya]] < <b class="b2">veḷuriya</b> (sanskriticised <b class="b2">vaiḍūrya-</b>). The word is Dravidian, perhaps derived from von <b class="b2">Vēḷūr</b>, now [[Bēlūr]], a town in southern India, s. Master BSOAS 11, 304ff. [[βήρυλλος]] from [[βηρύλλιον]] Leumann Glotta 32, 215 n. 6.
}}
}}
{{Abbott
{{Abbott
Line 31: Line 37:
|mltxt=η (AM [[βήρυλλος]])<br />πυριτικό [[ορυκτό]], μερικές ποικιλίες του οποίου αποτελούν πολύτιμους λίθους ([[ακουαμαρίνα]], [[σμαράγδι]], [[ηλιόδωρο]], [[μοργανίτης]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βήρυλλος]] προήλθε με υποχωρητικό σχηματισμό από τη λ. <i>βηρύλλιο</i>, η οποία εισήχθη [[κατά]] την ελληνιστική [[εποχή]] [[μαζί]] με το [[αντικείμενο]] που δηλώνει από την Ινδία, την [[πατρίδα]] των πολύτιμων λίθων<br />[[πρβλ]]. μσν. ινδ. <i>veruliya</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>veluriya</i>, (αρχ. ινδ. <i>vaid</i><i>ū</i><i>rya</i>-), δραβιδική λ. που προήλθε πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>V</i><i>ē</i><i>lur</i>, όνομα πόλεως της Νότιας Ινδίας].
|mltxt=η (AM [[βήρυλλος]])<br />πυριτικό [[ορυκτό]], μερικές ποικιλίες του οποίου αποτελούν πολύτιμους λίθους ([[ακουαμαρίνα]], [[σμαράγδι]], [[ηλιόδωρο]], [[μοργανίτης]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βήρυλλος]] προήλθε με υποχωρητικό σχηματισμό από τη λ. <i>βηρύλλιο</i>, η οποία εισήχθη [[κατά]] την ελληνιστική [[εποχή]] [[μαζί]] με το [[αντικείμενο]] που δηλώνει από την Ινδία, την [[πατρίδα]] των πολύτιμων λίθων<br />[[πρβλ]]. μσν. ινδ. <i>veruliya</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>veluriya</i>, (αρχ. ινδ. <i>vaid</i><i>ū</i><i>rya</i>-), δραβιδική λ. που προήλθε πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>V</i><i>ē</i><i>lur</i>, όνομα πόλεως της Νότιας Ινδίας].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βήρυλλος:''' ἡ [[берилл]] (драгоценный камень) Luc., Plut., Anth.
|lstext='''βήρυλλος''': , πολύτιμός τις [[λίθος]] χρώματος θαλασσοπρασίνου, Διον. ΙΙ. 1012, Τρυφ. 70· Ἱνδὴ β. Ἀνθ. ΙΙ. 9. 544· β. [[λίθος]] Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 2. 11· - ὑποκορ. βηρύλλιον, τό, Ἐπιφάν.· βηρύλλιος, , Ἑβδ.· βηρυλλιόλιθος, , [[αὐτόθι]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: a precious stone, [[beryll]] (LXX),<br />Other forms: [[βηρύλλιον]] <b class="b2">id.</b> (LXX).<br />Derivatives: [[βηρύλλιος]] a plant (Ps.-Dsc.); [[βηρυλλίτης]] ([[λίθος]], Cat. Cod. Astr.).<br />Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] India<br />Etymology: The stone came in hellenistic times from India; the name was Prākrit [[veruliya]] < <b class="b2">veḷuriya</b> (sanskriticised <b class="b2">vaiḍūrya-</b>). The word is Dravidian, perhaps derived from von <b class="b2">Vēḷūr</b>, now [[Bēlūr]], a town in southern India, s. Master BSOAS 11, 304ff. [[βήρυλλος]] from [[βηρύλλιον]] Leumann Glotta 32, 215 n. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βήρυλλος]] -ου, ἡ beryl (edelgesteente).
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe