αἰχμητής: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[αἰχμητά]] [-ᾰ] <i>Il</i>.5.197, dór. αἰχμᾱτάς<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. plu. αἰχμητέων Archil.124.13]<br /><b class="num">1</b> [[lancero]] op. otros tipos de guerreros [[Ἄβαντες]] ἕποντ' αἰχμηταί <i>Il</i>.2.543, cf. <i>Od</i>.2.19, Λαπιθάων αἰ. Hes.<i>Sc</i>.178, cf. Theoc.17.88<br /><b class="num">•</b>[[lancero]], [[guerrero]] por excelencia, como epít. elogioso por considerarse al portador de la lanza superior a otro tipo de guerrero (frec. subst.) εἰ δέ μιν αἰχμητὴν ἔθεσαν θεοί <i>Il</i>.1.290, γέρων αἰχμητὰ Λυκάων <i>Il</i>.5.197, Ἕκτωρ <i>Il</i>.5.602, cf. Pi.<i>N</i>.5.7, B.13.133, πατέρες Tyrt.4.6, [[ἀνήρ]] Thgn.868, cf. <i>IG</i> 5(1).724.2 (Esparta III/II a.C.), οὐ γὰρ αἰ. πέφυκεν de Menelao, E.<i>Or</i>.754, αἰχμητὰ δύο (Heracles e Iolao), Archil.242.3, cf. Sch.Ar.<i>Au</i>.1237a, Call.<i>SHell</i>.238.12, στρατός Pi.<i>O</i>.11.19, E.<i>Hec</i>.118.<br /><b class="num">2</b> no de pers. [[esforzado]], [[aguerrido]] θυμός Pi.<i>N</i>.9.37, κεραυνός del rayo de Zeus, Pi.<i>P</i>.1.5, [[ἀλέκτωρ]] ... [[αἰχμητής]] gallo de pelea</i>, <i>AP</i> 6.155 (Theodorid.).
|dgtxt=-οῦ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[αἰχμητά]] [-ᾰ] <i>Il</i>.5.197, dór. αἰχμᾱτάς<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. plu. αἰχμητέων Archil.124.13]<br /><b class="num">1</b> [[lancero]] op. otros tipos de guerreros [[Ἄβαντες]] ἕποντ' αἰχμηταί <i>Il</i>.2.543, cf. <i>Od</i>.2.19, Λαπιθάων αἰ. Hes.<i>Sc</i>.178, cf. Theoc.17.88<br /><b class="num">•</b>[[lancero]], [[guerrero]] por excelencia, como epít. elogioso por considerarse al portador de la lanza superior a otro tipo de guerrero (frec. subst.) εἰ δέ μιν αἰχμητὴν ἔθεσαν θεοί <i>Il</i>.1.290, γέρων αἰχμητὰ Λυκάων <i>Il</i>.5.197, Ἕκτωρ <i>Il</i>.5.602, cf. Pi.<i>N</i>.5.7, B.13.133, πατέρες Tyrt.4.6, [[ἀνήρ]] Thgn.868, cf. <i>IG</i> 5(1).724.2 (Esparta III/II a.C.), οὐ γὰρ αἰ. πέφυκεν de Menelao, E.<i>Or</i>.754, αἰχμητὰ δύο (Heracles e Iolao), Archil.242.3, cf. Sch.Ar.<i>Au</i>.1237a, Call.<i>SHell</i>.238.12, στρατός Pi.<i>O</i>.11.19, E.<i>Hec</i>.118.<br /><b class="num">2</b> no de pers. [[esforzado]], [[aguerrido]] θυμός Pi.<i>N</i>.9.37, κεραυνός del rayo de Zeus, Pi.<i>P</i>.1.5, [[ἀλέκτωρ]] ... [[αἰχμητής]] gallo de pelea</i>, <i>AP</i> 6.155 (Theodorid.).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />combattant armé d'une lance.<br />'''Étymologie:''' [[αἰχμή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰχμητής''': -οῦ, Δωρ. -ᾰτάς, ᾶ, ὁ, (αἰιχμή) ποιητικὸν [[ὄνομα]], ὁ [[δόρυ]] φέρων, [[ἀνήρ]], [[πολεμιστής]], ἰδίως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς φέροντας τόξα, Ἰλ. Β. 543, Ὀδ. Β. 19, καὶ ἀλλ.· πρβλ. [[αἰχμητά]]. ΙΙ. παρὰ Πινδάρ. ὡς ἐπίθετον: 1) λήγων εἰς ὀξύ, [[ὀξύς]], αἰχμητὰς [[κεραυνός]], Πινδ. Π. 1. 5. 2) [[φιλοπόλεμος]], αἰχμ. [[θυμός]], Ν. 9. 87: - θηλ. αἴχμητις, (προπαροξυτόνως), Ἐτυμ. Μ. 595. 39.
|lstext='''αἰχμητής''': -οῦ, Δωρ. -ᾰτάς, ᾶ, ὁ, (αἰιχμή) ποιητικὸν [[ὄνομα]], ὁ [[δόρυ]] φέρων, [[ἀνήρ]], [[πολεμιστής]], ἰδίως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς φέροντας τόξα, Ἰλ. Β. 543, Ὀδ. Β. 19, καὶ ἀλλ.· πρβλ. [[αἰχμητά]]. ΙΙ. παρὰ Πινδάρ. ὡς ἐπίθετον: 1) λήγων εἰς ὀξύ, [[ὀξύς]], αἰχμητὰς [[κεραυνός]], Πινδ. Π. 1. 5. 2) [[φιλοπόλεμος]], αἰχμ. [[θυμός]], Ν. 9. 87: - θηλ. αἴχμητις, (προπαροξυτόνως), Ἐτυμ. Μ. 595. 39.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />combattant armé d'une lance.<br />'''Étymologie:''' [[αἰχμή]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 19:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμητής Medium diacritics: αἰχμητής Low diacritics: αιχμητής Capitals: ΑΙΧΜΗΤΗΣ
Transliteration A: aichmētḗs Transliteration B: aichmētēs Transliteration C: aichmitis Beta Code: ai)xmhth/s

English (LSJ)

οῦ, Dor. αἰχμ-ᾱτάς, ᾶ, ὁ, (αἰχμή) poet., A spearman, warrior, esp. opp. to archers, Il.2.543, Od.2.19, al., Archil. 119, cj.in Alcm.68,etc. II In Pi.as Adj., 1 pointed (or spear-wielding), αἰ. κεραυνός P.1.5. 2 warlike, αἰ. θυμός N.9.37:—fem. αἴχμητις (sic), EM595.39.

Spanish (DGE)

-οῦ
• Alolema(s): αἰχμητά [-ᾰ] Il.5.197, dór. αἰχμᾱτάς
• Morfología: [gen. plu. αἰχμητέων Archil.124.13]
1 lancero op. otros tipos de guerreros Ἄβαντες ἕποντ' αἰχμηταί Il.2.543, cf. Od.2.19, Λαπιθάων αἰ. Hes.Sc.178, cf. Theoc.17.88
lancero, guerrero por excelencia, como epít. elogioso por considerarse al portador de la lanza superior a otro tipo de guerrero (frec. subst.) εἰ δέ μιν αἰχμητὴν ἔθεσαν θεοί Il.1.290, γέρων αἰχμητὰ Λυκάων Il.5.197, Ἕκτωρ Il.5.602, cf. Pi.N.5.7, B.13.133, πατέρες Tyrt.4.6, ἀνήρ Thgn.868, cf. IG 5(1).724.2 (Esparta III/II a.C.), οὐ γὰρ αἰ. πέφυκεν de Menelao, E.Or.754, αἰχμητὰ δύο (Heracles e Iolao), Archil.242.3, cf. Sch.Ar.Au.1237a, Call.SHell.238.12, στρατός Pi.O.11.19, E.Hec.118.
2 no de pers. esforzado, aguerrido θυμός Pi.N.9.37, κεραυνός del rayo de Zeus, Pi.P.1.5, ἀλέκτωρ ... αἰχμητής gallo de pelea, AP 6.155 (Theodorid.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
combattant armé d'une lance.
Étymologie: αἰχμή.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμητής: -οῦ, Δωρ. -ᾰτάς, ᾶ, ὁ, (αἰιχμή) ποιητικὸν ὄνομα, ὁ δόρυ φέρων, ἀνήρ, πολεμιστής, ἰδίως κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς φέροντας τόξα, Ἰλ. Β. 543, Ὀδ. Β. 19, καὶ ἀλλ.· πρβλ. αἰχμητά. ΙΙ. παρὰ Πινδάρ. ὡς ἐπίθετον: 1) λήγων εἰς ὀξύ, ὀξύς, αἰχμητὰς κεραυνός, Πινδ. Π. 1. 5. 2) φιλοπόλεμος, αἰχμ. θυμός, Ν. 9. 87: - θηλ. αἴχμητις, (προπαροξυτόνως), Ἐτυμ. Μ. 595. 39.

English (Autenrieth)

αἰχμητα (Il. 5.197): spearman, warrior; freq. implying bravery, with ἀνδρῶν, Il. 3.49.

Greek Monolingual

αἰχμητὴς και αἰχμητήρ, ο (Α) αἰχμή
1. πολεμιστής που κρατά δόρυ σε αντίθεση προς τον τοξότη
2. ως επίθ. α) αιχμηρός, οξύς
β) μαχητικός, φιλοπόλεμος.

Greek Monotonic

αἰχμητής: -οῦ, Δωρ. -ᾱτάς, -ᾶ, (αἰχμή),
I. άνδρας που φέρει δόρυ, πολεμιστής, σε Όμηρ.
II. στον Πίνδ. ως επίθ.,
1. μυτερός, οξύς, αιχμηρός, κεραυνός.
2. φιλοπόλεμος, θυμός.

Russian (Dvoretsky)

αἰχμητής:
I дор. αἰχμᾱτάς, οῦ adj. m
1) копьевидный, стрельчатый (κεραυνός Pind., Plut.);
2) воинственный (θυμός, στρατός, ἄνδρες Pind.; Αἰακίδαι Pyrrhus ap. Plut.).
οῦ ὁ копьеносец, копейщик Hom.

Middle Liddell

αἰχμή
I. a spearman, Hom.
II. In Pind. as adj.,
1. pointed, κεραυνός.
2. warlike, θυμός.

English (Woodhouse)

soldier

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)