αὐτοβοεί: Difference between revisions
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0396.png Seite 396]] beim ersten Kriegsgeschrei, auf der Stelle (E. M. [[παραχρῆμα]]), πόλιν ἑλεἰν, χειροῦσθαι, Thuc. 2, 81. 3, 113. 8, 62 u. Sp., z. B. Luc. Gymnas. 33; αὐτοβοεὶ [[λαβεῖν]] κλέπτοντα, auf frischer That den Dieb ertappen, B. A. 465. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0396.png Seite 396]] beim ersten Kriegsgeschrei, auf der Stelle (E. M. [[παραχρῆμα]]), πόλιν ἑλεἰν, χειροῦσθαι, Thuc. 2, 81. 3, 113. 8, 62 u. Sp., z. B. Luc. Gymnas. 33; αὐτοβοεὶ [[λαβεῖν]] κλέπτοντα, auf frischer That den Dieb ertappen, B. A. 465. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />au premier cri ; au premier assaut.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[βοή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐτοβοεί''': Ἐπίρρ. «[[παραχρῆμα]] συντελεσθῆναι ἐν πολεμικοῖς ἔργοις, [[οἷον]] [[ταχέως]] καὶ ἅμα τῷ πολεμικῷ ἀλαλαγμῷ. οὕτω Θουκυδιδης. παρὰ Θεοπόμπῳ δὲ ἀντὶ τοῦ κατὰ [[κράτος]]» (Α. Β. 214. 32)· Ἀμπρακίαν μέντοι [[οἶδα]] ὅτι, εἰ ἐβουλήθησαν Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι Ἀθηναίοις .. πειθόμενοι ἐξελεῖν, αὐτοβοεὶ ἂν εἷλον Θουκ. 3. 133., 2. 82., 8. 62, κτλ. | |lstext='''αὐτοβοεί''': Ἐπίρρ. «[[παραχρῆμα]] συντελεσθῆναι ἐν πολεμικοῖς ἔργοις, [[οἷον]] [[ταχέως]] καὶ ἅμα τῷ πολεμικῷ ἀλαλαγμῷ. οὕτω Θουκυδιδης. παρὰ Θεοπόμπῳ δὲ ἀντὶ τοῦ κατὰ [[κράτος]]» (Α. Β. 214. 32)· Ἀμπρακίαν μέντοι [[οἶδα]] ὅτι, εἰ ἐβουλήθησαν Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι Ἀθηναίοις .. πειθόμενοι ἐξελεῖν, αὐτοβοεὶ ἂν εἷλον Θουκ. 3. 133., 2. 82., 8. 62, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:15, 1 October 2022
English (LSJ)
Adv. by a mere shout, at the first shout, αὐ. ἑλεῖν take without a blow, Th.2.81, 3.113, 8.62, etc.; αὐ. λαβεῖν κλέπτοντα, = ἐπ' αὐτοφώρῳ, AB 465.
Spanish (DGE)
adv.
1 al primer grito, al primer asalto αὐ. ἑλεῖν tomar al primer asalto e.d. sin derramamiento de sangre Th.2.81, 3.111, 8.62, αὐ. νικήσαντες Lesb.Rh.3.10, αὐ. ἀναρπάσασθαι τὴν πόλιν Hld.4.21.3.
2 a la fuerza Theopomp.Hist.309.
3 inmediatamente glosado como παραχρῆμα en Moer.35, πρὸς τὴν δίωξιν αὐ. ... ἐπαφῆκεν Hld.4.21.3.
German (Pape)
[Seite 396] beim ersten Kriegsgeschrei, auf der Stelle (E. M. παραχρῆμα), πόλιν ἑλεἰν, χειροῦσθαι, Thuc. 2, 81. 3, 113. 8, 62 u. Sp., z. B. Luc. Gymnas. 33; αὐτοβοεὶ λαβεῖν κλέπτοντα, auf frischer That den Dieb ertappen, B. A. 465.
French (Bailly abrégé)
adv.
au premier cri ; au premier assaut.
Étymologie: αὐτός, βοή.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοβοεί: Ἐπίρρ. «παραχρῆμα συντελεσθῆναι ἐν πολεμικοῖς ἔργοις, οἷον ταχέως καὶ ἅμα τῷ πολεμικῷ ἀλαλαγμῷ. οὕτω Θουκυδιδης. παρὰ Θεοπόμπῳ δὲ ἀντὶ τοῦ κατὰ κράτος» (Α. Β. 214. 32)· Ἀμπρακίαν μέντοι οἶδα ὅτι, εἰ ἐβουλήθησαν Ἀκαρνᾶνες καὶ Ἀμφίλοχοι Ἀθηναίοις .. πειθόμενοι ἐξελεῖν, αὐτοβοεὶ ἂν εἷλον Θουκ. 3. 133., 2. 82., 8. 62, κτλ.
Greek Monolingual
αὐτοβοεί επίρρ. (Α)
1. με την πρώτη πολεμική κραυγή («αὐτοβοεὶ ἑλεῖν»)
2. φρ. «αὐτοβοεὶ λαβεῖν κλέπτοντα» — επ' αυτοφώρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + βοή, με επιρρ. κατάλ. -εί (πρβλ. αθεεί, ασπουδεί, αυτοετεί, αυτολεξεί κ.ά.)].
Greek Monotonic
αὐτοβοεί: (βοή), επίρρ., με μια μόνο φωνή, στην πρώτη φωνή, αὐτοβοεὶ ἑλεῖν, κυριεύω χωρίς χτύπημα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοβοεί: adv.
1) при первом же боевом кличе, с первого же удара (πόλιν ἑλεῖν Thuc.);
2) на месте преступления (τινα ἑλεῖν или λαβεῖν Luc.).
Middle Liddell
[βοή]
by a mere shout, at the first shout, αὐτ. ἑλεῖν to take without a blow, Thuc.