αὐτεξούσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dueño de sí]], [[que tiene libertad]] de pers. [[δεσπότης]] Muson.<i>Fr</i>.12, [[ἄνθρωπος]] Arr.<i>Epict</i>.4.1.62, cf. Sm.<i>Ie</i>.34.16, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι Gr.Nyss.<i>Apoll</i>.207.7, op. [[ὑπεξούσιος]] Hippol.<i>Theoph</i>.3<br /><b class="num">•</b>de prisioneros [[libertado incondicionalmente]] D.S.14.105<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[libre]] τὸ ἡμᾶς βουληθῆναί τε καὶ μὴ βουληθῆναι ... ἦν αὐτεξούσιον Diogenian.Epicur.3.61, ὅλον οὖν αὐτεξούσιον ἐν αὐτῷ Plot.6.8.20, frec. en lit. crist. χάρις Gr.Nyss.M.44.1189C, [[ἀπόλυσις]] Nil.M.79.988B.<br /><b class="num">2</b> [[absoluto]] [[βασιλεία]] I.<i>AI</i> 15.266, [[δύναμις]] Plot.6.8.20, [[ἀρχή]] <i>Mon.Anc.Gr</i>.3.2, Plot.3.2.10<br /><b class="num">•</b>[[autónomo]], [[independiente]] [[αὐτεξούσιος]] ... ὁ τοιοῦτος ὢν τρόπος τῆς μαντείας Iambl.<i>Myst</i>.3.14.<br /><b class="num">3</b> [[libertino]] [[ἀπαιδευσία]] Clem.Al.<i>Paed</i>.3.5.31.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ αὐ. [[libertad de elección]], [[libre albredío]] ποιῶν τὸ αὐ. μετὰ τῆς ἀνάγκης Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.284, cf. Procl.<i>in Alc</i>.143, Plot.1.4.8, de los seres celestiales ἐκ τοῦ ἐν αὐτοῖς αὐτεξουσίου Origenes <i>Cels</i>.5.10, del Hijo τῷ ἰδίῳ αὐτεξουσίῳ ... μένει καλός Arius <i>Thal.Fr</i>.9<br /><b class="num">•</b>gener. [[libertad]] τὸ αὐ. τῆς προαιρέσεως Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.21, τὸ αὐ. ἡμῶν Clem.Al.<i>Strom</i>.5.1.3, Chrys.M.63.99.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[libremente]], [[con independencia]] τοῖς πάθεσιν αὐ. χρῆσθαι I.<i>BI</i> 5.556, αὐ. φέρεσθαι Procl.<i>Theol.Plat</i>.6.16.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dueño de sí]], [[que tiene libertad]] de pers. [[δεσπότης]] Muson.<i>Fr</i>.12, [[ἄνθρωπος]] Arr.<i>Epict</i>.4.1.62, cf. Sm.<i>Ie</i>.34.16, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι Gr.Nyss.<i>Apoll</i>.207.7, op. [[ὑπεξούσιος]] Hippol.<i>Theoph</i>.3<br /><b class="num">•</b>de prisioneros [[libertado incondicionalmente]] D.S.14.105<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[libre]] τὸ ἡμᾶς βουληθῆναί τε καὶ μὴ βουληθῆναι ... ἦν αὐτεξούσιον Diogenian.Epicur.3.61, ὅλον οὖν αὐτεξούσιον ἐν αὐτῷ Plot.6.8.20, frec. en lit. crist. χάρις Gr.Nyss.M.44.1189C, [[ἀπόλυσις]] Nil.M.79.988B.<br /><b class="num">2</b> [[absoluto]] [[βασιλεία]] I.<i>AI</i> 15.266, [[δύναμις]] Plot.6.8.20, [[ἀρχή]] <i>Mon.Anc.Gr</i>.3.2, Plot.3.2.10<br /><b class="num">•</b>[[autónomo]], [[independiente]] [[αὐτεξούσιος]] ... ὁ τοιοῦτος ὢν τρόπος τῆς μαντείας Iambl.<i>Myst</i>.3.14.<br /><b class="num">3</b> [[libertino]] [[ἀπαιδευσία]] Clem.Al.<i>Paed</i>.3.5.31.<br /><b class="num">II</b> subst. τὸ αὐ. [[libertad de elección]], [[libre albredío]] ποιῶν τὸ αὐ. μετὰ τῆς ἀνάγκης Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.284, cf. Procl.<i>in Alc</i>.143, Plot.1.4.8, de los seres celestiales ἐκ τοῦ ἐν αὐτοῖς αὐτεξουσίου Origenes <i>Cels</i>.5.10, del Hijo τῷ ἰδίῳ αὐτεξουσίῳ ... μένει καλός Arius <i>Thal.Fr</i>.9<br /><b class="num">•</b>gener. [[libertad]] τὸ αὐ. τῆς προαιρέσεως Gr.Nyss.<i>Or.Catech</i>.21, τὸ αὐ. ἡμῶν Clem.Al.<i>Strom</i>.5.1.3, Chrys.M.63.99.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[libremente]], [[con independencia]] τοῖς πάθεσιν αὐ. χρῆσθαι I.<i>BI</i> 5.556, αὐ. φέρεσθαι Procl.<i>Theol.Plat</i>.6.16.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />maître de soi, libre, indépendant ; τὸ αὐτεξούσιον BABR indépendance.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἐξουσία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτεξούσιος''': -ον, αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]] [[κύριος]], [[ἐλεύθερος]], Ἀρρ. Ἐπίκ. 4. 1, 62· ἐπὶ αἰχμαλώτων, ὁ ἀπολυθεὶς ἂνευ ὃρων, Διόδ. 14. 105· ― τὸ αὐτεξούσιον, μὴ τῷ αὐτεξουσίῳ εἰς [[δέον]] κεχρημένων Βαρβ. 49. Ἐπίρρ. -ως Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 13, 5.
|lstext='''αὐτεξούσιος''': -ον, αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]] [[κύριος]], [[ἐλεύθερος]], Ἀρρ. Ἐπίκ. 4. 1, 62· ἐπὶ αἰχμαλώτων, ὁ ἀπολυθεὶς ἂνευ ὃρων, Διόδ. 14. 105· ― τὸ αὐτεξούσιον, μὴ τῷ αὐτεξουσίῳ εἰς [[δέον]] κεχρημένων Βαρβ. 49. Ἐπίρρ. -ως Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 13, 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />maître de soi, libre, indépendant ; τὸ αὐτεξούσιον BABR indépendance.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[ἐξουσία]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:26, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτεξούσιος Medium diacritics: αὐτεξούσιος Low diacritics: αυτεξούσιος Capitals: ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: autexoúsios Transliteration B: autexousios Transliteration C: afteksoysios Beta Code: au)tecou/sios

English (LSJ)

ον, in one's own power, free, ποιῶν τὸ αὐ. Chrysipp.Stoic.2.284, cf. Diogenian.Epicur. 3.61, Plot.1.4.8, Iamb.Myst.3.14; of persons, Muson.Fr.12p.66H., Arr.Epict.4.1.62, PLips.29.6(iii A.D.); of captives, freed unconditionally, D.S.14.105; absolute, βασιλεία J.AJ15.7.10; δύναμις Plot.6.8.20; αὐ., τό, freedom of choice, Procl. in Alc.p.143C., etc.; αὐ. ἀρχή Plot.3.2.10. Adv. -ως J.BJ5.13.5, Plot.6.8.20, Procl. Theol.Plat. 6.16; cf. αὐτοεξούσιος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1dueño de sí, que tiene libertad de pers. δεσπότης Muson.Fr.12, ἄνθρωπος Arr.Epict.4.1.62, cf. Sm.Ie.34.16, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι Gr.Nyss.Apoll.207.7, op. ὑπεξούσιος Hippol.Theoph.3
de prisioneros libertado incondicionalmente D.S.14.105
de abstr. libre τὸ ἡμᾶς βουληθῆναί τε καὶ μὴ βουληθῆναι ... ἦν αὐτεξούσιον Diogenian.Epicur.3.61, ὅλον οὖν αὐτεξούσιον ἐν αὐτῷ Plot.6.8.20, frec. en lit. crist. χάρις Gr.Nyss.M.44.1189C, ἀπόλυσις Nil.M.79.988B.
2 absoluto βασιλεία I.AI 15.266, δύναμις Plot.6.8.20, ἀρχή Mon.Anc.Gr.3.2, Plot.3.2.10
autónomo, independiente αὐτεξούσιος ... ὁ τοιοῦτος ὢν τρόπος τῆς μαντείας Iambl.Myst.3.14.
3 libertino ἀπαιδευσία Clem.Al.Paed.3.5.31.
II subst. τὸ αὐ. libertad de elección, libre albredío ποιῶν τὸ αὐ. μετὰ τῆς ἀνάγκης Chrysipp.Stoic.2.284, cf. Procl.in Alc.143, Plot.1.4.8, de los seres celestiales ἐκ τοῦ ἐν αὐτοῖς αὐτεξουσίου Origenes Cels.5.10, del Hijo τῷ ἰδίῳ αὐτεξουσίῳ ... μένει καλός Arius Thal.Fr.9
gener. libertad τὸ αὐ. τῆς προαιρέσεως Gr.Nyss.Or.Catech.21, τὸ αὐ. ἡμῶν Clem.Al.Strom.5.1.3, Chrys.M.63.99.
III adv. -ως libremente, con independencia τοῖς πάθεσιν αὐ. χρῆσθαι I.BI 5.556, αὐ. φέρεσθαι Procl.Theol.Plat.6.16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
maître de soi, libre, indépendant ; τὸ αὐτεξούσιον BABR indépendance.
Étymologie: αὐτός, ἐξουσία.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτεξούσιος: -ον, αὐτὸς ἑαυτοῦ κύριος, ἐλεύθερος, Ἀρρ. Ἐπίκ. 4. 1, 62· ἐπὶ αἰχμαλώτων, ὁ ἀπολυθεὶς ἂνευ ὃρων, Διόδ. 14. 105· ― τὸ αὐτεξούσιον, μὴ τῷ αὐτεξουσίῳ εἰς δέον κεχρημένων Βαρβ. 49. Ἐπίρρ. -ως Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 13, 5.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM αὐτεξούσιος, -ον και -ος, -α, -ον) εξουσία
1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, αυτός που δεν υπάγεται στην εξουσία άλλου
2. το ουδ. ως ουσ. ελευθερία εκλογής
νεοελλ.
1. όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή απαγόρευση αλλά ασκεί ελεύθερα τα πολιτικά και ατομικά του δικαιώματα
2. κραταιός, ισχυρός
αρχ.-μσν.
επίρρ. αὐτεξουσίως·1. με προσωπική εξουσία, χωρίς τη βοήθεια άλλου
2. αυθαίρετα
μσν.
1. ελεύθερος από πατρική κηδεμονία
2. ηθικά υπεύθυνος, με συναίσθηση των πράξεών του
αρχ.
1. απόλυτοςαὐτεξούσιος βασιλεία, ἀρχή κ.λπ.»)
2. (για ομήρους) αυτός που απολύθηκε άνευ όρων.

Greek Monotonic

αὐτεξούσιος: -ον (ἐξουσία), αυτός που εξουσιάζει τον εαυτό του· τὸ αὐτεξούσιον, ελεύθερη δύναμη, ίδια εξουσία, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτεξούσιος: получивший полную свободу (αἰχμάλωτος Diod.).

Middle Liddell

ἐξουσία
in one's own power; τὸ αὐτεξούσιον free power, Babr.