αὐλών: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῶνος, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ἡ S.<i>Tr</i>.100, <i>Fr</i>.549, Ar.<i>Au</i>.244, Carcinus 1d, Philostr.<i>Im</i>.2.6.1]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[canal]], [[acequia]] s. cont., A.<i>Fr</i>.419a, δι' αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου Hdt.2.100, 127, αὐ. ὕδατος X.<i>An</i>.2.3.10, cf. Longus 3.21.4, 3.22.3, Hld.1.29.1, Nonn.<i>D</i>.2.71.<br /><b class="num">2</b> [[depresión entre dos montañas]], [[valle]] ἑλείας παρ' αὐλῶνας Ar.l.c., βαθεῖαν εἰς αὐλῶνα Carcinus [[l.c.]], cf. Nic.<i>Fr</i>.31, ref. al valle del Ródano, Plb.3.47.3, αὐ. Σαλημ [[LXX]] <i>Iu</i>.4.4, cf. 10.10, 3<i>Ma</i>.6.17, 1<i>Re</i>.17.3, ἐν ἁπλῇ αὐλῶνι Philostr.l.c., αὐ. μέγας Synes.<i>Hymn</i>.1.52<br /><b class="num">•</b>[[barranco]] περάσας κοῖλον αὐλώνων βάθος E.<i>Rh</i>.112, αὐ. κελαδεινοί <i>h.Merc</i>.95, βαθεῖς καὶ ὑλώδεις αὐλῶνες Plu.<i>Caes</i>.23<br /><b class="num">•</b>[[desfiladero]], [[garganta]] αὐ. στεινός Hdt.7.128, δ' ἑνὸς αὐλῶνος Hdt.7.129, τὸ Τάγρον ὄρος ... αὐλῶσιν Plb.5.44.7, ἐνέβαλεν εἰς τὸν αὐλῶνα τὸν προσαγορευόμενον Μαρσύαν Plb.5.45.8, τραχὺς αὐ. καὶ στενόπορος Plu.<i>Luc</i>.25, expl. como οἱ στενοὶ καὶ ἐ[πιμήκεις τό] ποι Sch.Er.<i>Il</i>.21.283 (p.106).<br /><b class="num">3</b> [[brazo de mar entre tierras]], [[estrecho]] Μαιωτικός A.<i>Pr</i>.731, πόντιαι αὐλῶνες S.<i>Tr</i>.l.c., ἐπακτίαι S.<i>Fr</i>.l.c., cf. Poll.9.18, Hsch.<br /><b class="num">II</b> [[tubo]], [[conducto]] ῥεῖν ὥσπερ αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα Pl.<i>Ti</i>.79a, ref. al conducto respiratorio o tráquea, Arist.<i>PA</i> 664<sup>a</sup>27, ref. al conducto digestivo, Gal.3.315.<br /><b class="num">III</b> [[surco]] o [[arruga]] en la piel del elefante, Aret.<i>SD</i> 2.13.7.
|dgtxt=-ῶνος, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [ἡ S.<i>Tr</i>.100, <i>Fr</i>.549, Ar.<i>Au</i>.244, Carcinus 1d, Philostr.<i>Im</i>.2.6.1]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[canal]], [[acequia]] s. cont., A.<i>Fr</i>.419a, δι' αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου Hdt.2.100, 127, αὐ. ὕδατος X.<i>An</i>.2.3.10, cf. Longus 3.21.4, 3.22.3, Hld.1.29.1, Nonn.<i>D</i>.2.71.<br /><b class="num">2</b> [[depresión entre dos montañas]], [[valle]] ἑλείας παρ' αὐλῶνας Ar.l.c., βαθεῖαν εἰς αὐλῶνα Carcinus [[l.c.]], cf. Nic.<i>Fr</i>.31, ref. al valle del Ródano, Plb.3.47.3, αὐ. Σαλημ [[LXX]] <i>Iu</i>.4.4, cf. 10.10, 3<i>Ma</i>.6.17, 1<i>Re</i>.17.3, ἐν ἁπλῇ αὐλῶνι Philostr.l.c., αὐ. μέγας Synes.<i>Hymn</i>.1.52<br /><b class="num">•</b>[[barranco]] περάσας κοῖλον αὐλώνων βάθος E.<i>Rh</i>.112, αὐ. κελαδεινοί <i>h.Merc</i>.95, βαθεῖς καὶ ὑλώδεις αὐλῶνες Plu.<i>Caes</i>.23<br /><b class="num">•</b>[[desfiladero]], [[garganta]] αὐ. στεινός Hdt.7.128, δ' ἑνὸς αὐλῶνος Hdt.7.129, τὸ Τάγρον ὄρος ... αὐλῶσιν Plb.5.44.7, ἐνέβαλεν εἰς τὸν αὐλῶνα τὸν προσαγορευόμενον Μαρσύαν Plb.5.45.8, τραχὺς αὐ. καὶ στενόπορος Plu.<i>Luc</i>.25, expl. como οἱ στενοὶ καὶ ἐ[πιμήκεις τό] ποι Sch.Er.<i>Il</i>.21.283 (p.106).<br /><b class="num">3</b> [[brazo de mar entre tierras]], [[estrecho]] Μαιωτικός A.<i>Pr</i>.731, πόντιαι αὐλῶνες S.<i>Tr</i>.l.c., ἐπακτίαι S.<i>Fr</i>.l.c., cf. Poll.9.18, Hsch.<br /><b class="num">II</b> [[tubo]], [[conducto]] ῥεῖν ὥσπερ αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα Pl.<i>Ti</i>.79a, ref. al conducto respiratorio o tráquea, Arist.<i>PA</i> 664<sup>a</sup>27, ref. al conducto digestivo, Gal.3.315.<br /><b class="num">III</b> [[surco]] o [[arruga]] en la piel del elefante, Aret.<i>SD</i> 2.13.7.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ, qqf ἡ)<br />tout espace <i>ou</i> conduit creux et allongé, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> vallon creux entre deux montagnes, ravin;<br /><b>II.</b> conduit d'eau, <i>particul.</i><br /><b>1</b> bras de mer resserré ; détroit;<br /><b>2</b> canal, fossé, aqueduc;<br /><b>III.</b> tuyau, conduit.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐλών''': -ῶνος, ὁ, [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἡ, Σοφ. Ἀποσπ. 493, Ἀριστοφ. Ὄρν. 244, Καρκίνος ἐν «Ἀχιλλεῖ» παρ’ Ἀθην. 189D· - πᾶν [[κοίλωμα]] μεταξὺ βουνῶν ἢ ὑψωμάτων, [[κοιλάς]], [[νάπος]], [[χαράδρα]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95, Ἡρόδ. 7. 128, 129, Ἀριστοφ. ἔνθ. ἀνωτ. 2) [[διῶρυξ]], [[αὖλαξ]], [[ὀχετός]], δαινυμένοισι δὲ ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν δι’ αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου Ἡρόδ. 2. 100, 127· καὶ ἐνετύγχανον τάφροις καὶ αὐλῶσιν ὕδατος πλήρεσιν ὡς μὴ δύνασθαι διαβαίνειν [[ἄνευ]] γεφυρῶν Ξεν. Ἀν. 2. 3, 10. 3) [[πορθμός]], στενόν, Μαιωτικὸς Αἰσχύλ. Πρ. 731· οὕτω παρὰ Σοφ. Τρ. 100, πόντιοι αὐλῶνες, τὰ θαλάσσια στενά, ποιητικὴ [[ἔκφρασις]] περιγράφουσα τὰ μεταξὺ τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου στενά. 4) ὑδραγωγὸς [[αὐλός]], [[σωλήν]], ῥεῖν [[ὥσπερ]] αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα Πλάτ. Τίμ. 79Α· ὁ αὐλοειδὴς [[πόρος]], οὐ γάρ ἐστιν ἀναπνοὴ μυκτήρων [[ἴδιος]], ἀλλὰ παρὰ τὸν αὐλῶνα τὸν περὶ τὸν γαργαρεῶνα, ᾗ τὸ ἔσχατον τοῦ ἐν τῷ στόματι οὐρανοῦ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 3. 3, 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «αὐλὼν στενὴ ἀναφορὰ τοῦ ὕδατος καὶ [[λειμών]], ἢ [[ἔφυδρος]] [[τόπος]]», [[προσέτι]]: «αὐλῶνα· Αἰσχύλος καὶ τὴν τάφρον καὶ τὴν πυράν», [[ὡσαύτως]]: «αὐλῶνες· οἱ ἐπ’ αὐθείας τόποι, φάραγγες (ἢ) τόποι πλατεῖς ἐπὶ τὰ ὄρη».
|lstext='''αὐλών''': -ῶνος, ὁ, [[ὡσαύτως]] ποιητ. ἡ, Σοφ. Ἀποσπ. 493, Ἀριστοφ. Ὄρν. 244, Καρκίνος ἐν «Ἀχιλλεῖ» παρ’ Ἀθην. 189D· - πᾶν [[κοίλωμα]] μεταξὺ βουνῶν ἢ ὑψωμάτων, [[κοιλάς]], [[νάπος]], [[χαράδρα]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95, Ἡρόδ. 7. 128, 129, Ἀριστοφ. ἔνθ. ἀνωτ. 2) [[διῶρυξ]], [[αὖλαξ]], [[ὀχετός]], δαινυμένοισι δὲ ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν δι’ αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου Ἡρόδ. 2. 100, 127· καὶ ἐνετύγχανον τάφροις καὶ αὐλῶσιν ὕδατος πλήρεσιν ὡς μὴ δύνασθαι διαβαίνειν [[ἄνευ]] γεφυρῶν Ξεν. Ἀν. 2. 3, 10. 3) [[πορθμός]], στενόν, Μαιωτικὸς Αἰσχύλ. Πρ. 731· οὕτω παρὰ Σοφ. Τρ. 100, πόντιοι αὐλῶνες, τὰ θαλάσσια στενά, ποιητικὴ [[ἔκφρασις]] περιγράφουσα τὰ μεταξὺ τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου στενά. 4) ὑδραγωγὸς [[αὐλός]], [[σωλήν]], ῥεῖν [[ὥσπερ]] αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα Πλάτ. Τίμ. 79Α· ὁ αὐλοειδὴς [[πόρος]], οὐ γάρ ἐστιν ἀναπνοὴ μυκτήρων [[ἴδιος]], ἀλλὰ παρὰ τὸν αὐλῶνα τὸν περὶ τὸν γαργαρεῶνα, ᾗ τὸ ἔσχατον τοῦ ἐν τῷ στόματι οὐρανοῦ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 3. 3, 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «αὐλὼν στενὴ ἀναφορὰ τοῦ ὕδατος καὶ [[λειμών]], ἢ [[ἔφυδρος]] [[τόπος]]», [[προσέτι]]: «αὐλῶνα· Αἰσχύλος καὶ τὴν τάφρον καὶ τὴν πυράν», [[ὡσαύτως]]: «αὐλῶνες· οἱ ἐπ’ αὐθείας τόποι, φάραγγες (ἢ) τόποι πλατεῖς ἐπὶ τὰ ὄρη».
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ, qqf ἡ)<br />tout espace <i>ou</i> conduit creux et allongé, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> vallon creux entre deux montagnes, ravin;<br /><b>II.</b> conduit d'eau, <i>particul.</i><br /><b>1</b> bras de mer resserré ; détroit;<br /><b>2</b> canal, fossé, aqueduc;<br /><b>III.</b> tuyau, conduit.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλών Medium diacritics: αὐλών Low diacritics: αυλών Capitals: ΑΥΛΩΝ
Transliteration A: aulṓn Transliteration B: aulōn Transliteration C: avlon Beta Code: au)lw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, also ἡ S.Fr.549, Ar.Av.244, Carc.1, Philostr.Im. 2.6:—A hollow between hills or banks, defile, glen, h.Merc.95, Hdt.7.128,129, Ar.l.c. (lyr.); expld. as οἱ στενοὶ καὶ ἐπιμήκεις ποταμοί Sch. Il.Oxy.221 xiv 19. 2 channel, trench, A.Fr.167A, Hdt.2.100,127, X.An.2.3.10. 3 strait, Μαιωτικός A.Pr.731; πόντιαι αὐ. sea-straits, channels, S.Tr.100 (lyr.). 4 pipe, conduit, Pl.Ti.79a; metaph. of windpipe or duct, Arist.PA664a27, Gal.UP4.14. 5 furrow in an elephant's hide, Aret.SD2.13.

Spanish (DGE)

-ῶνος, ὁ
• Morfología: [ἡ S.Tr.100, Fr.549, Ar.Au.244, Carcinus 1d, Philostr.Im.2.6.1]
I 1canal, acequia s. cont., A.Fr.419a, δι' αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου Hdt.2.100, 127, αὐ. ὕδατος X.An.2.3.10, cf. Longus 3.21.4, 3.22.3, Hld.1.29.1, Nonn.D.2.71.
2 depresión entre dos montañas, valle ἑλείας παρ' αὐλῶνας Ar.l.c., βαθεῖαν εἰς αὐλῶνα Carcinus l.c., cf. Nic.Fr.31, ref. al valle del Ródano, Plb.3.47.3, αὐ. Σαλημ LXX Iu.4.4, cf. 10.10, 3Ma.6.17, 1Re.17.3, ἐν ἁπλῇ αὐλῶνι Philostr.l.c., αὐ. μέγας Synes.Hymn.1.52
barranco περάσας κοῖλον αὐλώνων βάθος E.Rh.112, αὐ. κελαδεινοί h.Merc.95, βαθεῖς καὶ ὑλώδεις αὐλῶνες Plu.Caes.23
desfiladero, garganta αὐ. στεινός Hdt.7.128, δ' ἑνὸς αὐλῶνος Hdt.7.129, τὸ Τάγρον ὄρος ... αὐλῶσιν Plb.5.44.7, ἐνέβαλεν εἰς τὸν αὐλῶνα τὸν προσαγορευόμενον Μαρσύαν Plb.5.45.8, τραχὺς αὐ. καὶ στενόπορος Plu.Luc.25, expl. como οἱ στενοὶ καὶ ἐ[πιμήκεις τό] ποι Sch.Er.Il.21.283 (p.106).
3 brazo de mar entre tierras, estrecho Μαιωτικός A.Pr.731, πόντιαι αὐλῶνες S.Tr.l.c., ἐπακτίαι S.Fr.l.c., cf. Poll.9.18, Hsch.
II tubo, conducto ῥεῖν ὥσπερ αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα Pl.Ti.79a, ref. al conducto respiratorio o tráquea, Arist.PA 664a27, ref. al conducto digestivo, Gal.3.315.
III surco o arruga en la piel del elefante, Aret.SD 2.13.7.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ, qqf ἡ)
tout espace ou conduit creux et allongé, d'où
I. vallon creux entre deux montagnes, ravin;
II. conduit d'eau, particul.
1 bras de mer resserré ; détroit;
2 canal, fossé, aqueduc;
III. tuyau, conduit.
Étymologie: αὐλός.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλών: -ῶνος, ὁ, ὡσαύτως ποιητ. ἡ, Σοφ. Ἀποσπ. 493, Ἀριστοφ. Ὄρν. 244, Καρκίνος ἐν «Ἀχιλλεῖ» παρ’ Ἀθην. 189D· - πᾶν κοίλωμα μεταξὺ βουνῶν ἢ ὑψωμάτων, κοιλάς, νάπος, χαράδρα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 95, Ἡρόδ. 7. 128, 129, Ἀριστοφ. ἔνθ. ἀνωτ. 2) διῶρυξ, αὖλαξ, ὀχετός, δαινυμένοισι δὲ ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν δι’ αὐλῶνος κρυπτοῦ μεγάλου Ἡρόδ. 2. 100, 127· καὶ ἐνετύγχανον τάφροις καὶ αὐλῶσιν ὕδατος πλήρεσιν ὡς μὴ δύνασθαι διαβαίνειν ἄνευ γεφυρῶν Ξεν. Ἀν. 2. 3, 10. 3) πορθμός, στενόν, Μαιωτικὸς Αἰσχύλ. Πρ. 731· οὕτω παρὰ Σοφ. Τρ. 100, πόντιοι αὐλῶνες, τὰ θαλάσσια στενά, ποιητικὴ ἔκφρασις περιγράφουσα τὰ μεταξὺ τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου στενά. 4) ὑδραγωγὸς αὐλός, σωλήν, ῥεῖν ὥσπερ αὐλῶνος διὰ τοῦ σώματος τὰ τῶν φλεβῶν ποιεῖ ῥεύματα Πλάτ. Τίμ. 79Α· ὁ αὐλοειδὴς πόρος, οὐ γάρ ἐστιν ἀναπνοὴ μυκτήρων ἴδιος, ἀλλὰ παρὰ τὸν αὐλῶνα τὸν περὶ τὸν γαργαρεῶνα, ᾗ τὸ ἔσχατον τοῦ ἐν τῷ στόματι οὐρανοῦ Ἀριστ. π. Ἀναπν. 7, 8, π. Ζ. Μορ. 3. 3, 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «αὐλὼν στενὴ ἀναφορὰ τοῦ ὕδατος καὶ λειμών, ἢ ἔφυδρος τόπος», προσέτι: «αὐλῶνα· Αἰσχύλος καὶ τὴν τάφρον καὶ τὴν πυράν», ὡσαύτως: «αὐλῶνες· οἱ ἐπ’ αὐθείας τόποι, φάραγγες (ἢ) τόποι πλατεῖς ἐπὶ τὰ ὄρη».

Greek Monotonic

αὐλών: -ῶνος, ὁ, ποιητ. επίσης , (αὐλός
1. χαράδρα, φαράγγι, λαγκαδιά, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αριστοφ.
2. διώρυγα, αυλάκι, οχετός, σε Ηρόδ.
3. πορθμός, στενό, σε Αισχύλ.· αὐλῶνες πόντιοι, θαλάσσια στενά, δηλ. αρχιπέλαγος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αὐλών: ῶνος ὁ, реже ἡ
1) лощина, ущелье, долина, HH, Eur., Her., Arph., Plut.;
2) ров, канава, канал, Her., Xen.;
3) пролив Aesch., Soph.;
4) водопровод, проток (ῥεῖν ὥσπερ δι᾽ αὐλῶνος Plat., Arst.);
5) дыхательное горло, трахея (ὁ αὐ. ὁ περὶ τὸν γαργαρεῶνα Arst.).

Middle Liddell

αὐλός
1. a hollow way, defile, glen, Hhymn., Hdt., Ar.
2. a canal, aqueduct, trench, Hdt.
3. a channel, strait, Aesch.; αὐλῶνες πόντιοι the sea straits, i. e. the Archipelago, Soph.

English (Woodhouse)

channel, conduit, dell, pipe, hollow tube, narrow sea passage, narrow strip of sea

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)