αὔξη: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0394.png Seite 394]] ἡ, Zuwachs, Vergrößerung, καὶ [[τροφή]] Plat. Tim. 44 b; Ggstz [[φθίσις]] Rep. VII, 521 c; [[φθορά]] Legg. X, 894 b; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0394.png Seite 394]] ἡ, Zuwachs, Vergrößerung, καὶ [[τροφή]] Plat. Tim. 44 b; Ggstz [[φθίσις]] Rep. VII, 521 c; [[φθορά]] Legg. X, 894 b; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />croissance.<br />'''Étymologie:''' [[αὔξω]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[φθίσις]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὔξη''': ἡ = αὐξησις, Ἱππ. 238. 4, καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει παρὰ Πλάτωνι, σώματος αὔξῃ καὶ [[φθίσις]] Πολ. 521Ε· τὴν γένεσιν καὶ αὔξῃν καὶ τροφὴν [[αὐτόθι]] 509Β· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ. αὐτ. Φιλ. 42D. II. [[διάστασις]], ὀρθῶς δὲ ἔχει ἑξῆς μετὰ δευτέραν αὔξην τρίτην λαμβάνειν Πλάτ. Πολ. 528Β. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Α. Β. 464.3, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 3, σ. 249.2.
|lstext='''αὔξη''': ἡ = αὐξησις, Ἱππ. 238. 4, καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει παρὰ Πλάτωνι, σώματος αὔξῃ καὶ [[φθίσις]] Πολ. 521Ε· τὴν γένεσιν καὶ αὔξῃν καὶ τροφὴν [[αὐτόθι]] 509Β· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ. αὐτ. Φιλ. 42D. II. [[διάστασις]], ὀρθῶς δὲ ἔχει ἑξῆς μετὰ δευτέραν αὔξην τρίτην λαμβάνειν Πλάτ. Πολ. 528Β. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Α. Β. 464.3, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 3, σ. 249.2.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />croissance.<br />'''Étymologie:''' [[αὔξω]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[φθίσις]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:48, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔξη Medium diacritics: αὔξη Low diacritics: αύξη Capitals: ΑΥΞΗ
Transliteration A: aúxē Transliteration B: auxē Transliteration C: ayksi Beta Code: au)/ch

English (LSJ)

ἡ, A = αὔξησις, dub. l. in Hp.Nat.Puer.16, the form preferred by Pl.; σώματος αὔξη καὶ φθίσις R.521e; τὴν γένεσιν καὶ αὔξην καὶ τροφήν ib.509b, cf. Chrysipp.Stoic.2.157: also in plural, Pl.Phlb.42d. II dimension, ἡ τῶν κύβων αὔξη Id.R.528b.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 crecimiento ὅ τι ἂν ... οἱ αὔξη ἐγγένηται Hp.Nat.Puer.16, cf. Genit.2.3, 9.1, Mul.1.21, σώματος αὔ. καὶ φθίσις Pl.R.509b, τὸ τῆς αὔξης καὶ τροφῆς ... ῥεῦμα Pl.Ti.44b, αὔξης ἡ ἐπιρροὴ αἰτία κέρασι Ael.NA 12.20, cf. Arist.Cael.310a20, Porph.Sent.44
aumento en plu., Pl.Phlb.42d, Chrysipp.Stoic.2.157.
2 geom. dimensión μετὰ δευτέραν αὔξην τρίτην λαμβάνειν Pl.R.528b, περὶ τὴν τῶν κύβων αὔξην Pl.R.528b, τὴν βάθους αὔξης μέθοδον Pl.R.528d, οὐδ' ἐπὶ πρώτης καὶ δευτέρας καὶ τρίτης αὔξης κοινόν τι ἔσται no habrá nada en común en la primera, segunda y tercera dimensión Plot.6.3.13, τρίτη αὔ. Procl.in Euc.39.20.

German (Pape)

[Seite 394] ἡ, Zuwachs, Vergrößerung, καὶ τροφή Plat. Tim. 44 b; Ggstz φθίσις Rep. VII, 521 c; φθορά Legg. X, 894 b; Sp.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
croissance.
Étymologie: αὔξω.
Ant. φθίσις.

Greek (Liddell-Scott)

αὔξη: ἡ = αὐξησις, Ἱππ. 238. 4, καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει παρὰ Πλάτωνι, σώματος αὔξῃ καὶ φθίσις Πολ. 521Ε· τὴν γένεσιν καὶ αὔξῃν καὶ τροφὴν αὐτόθι 509Β· ὡσαύτως κατὰ πληθ. αὐτ. Φιλ. 42D. II. διάστασις, ὀρθῶς δὲ ἔχει ἑξῆς μετὰ δευτέραν αὔξην τρίτην λαμβάνειν Πλάτ. Πολ. 528Β. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Α. Β. 464.3, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 3, σ. 249.2.

Greek Monolingual

αὔξη, η (Α) αύξω
1. η αύξηση
2. η διάσταση.

Greek Monotonic

αὔξη: ἡ, = αὔξησις, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

αὔξη: ἡ тж. pl.; Plat., Arst. = αὔξησις.

Middle Liddell

[From αὔξω
= αὔξησις, Plat.

English (Woodhouse)

growth, in geometry

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)