ἀβέβαιος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0002.png Seite 2]] unbeständig, von Personen u. Sachen, (ὁ [[πλοῦτος]]) ἀβεβαιότατόν ἐστιν ὧν κεκτήμεθα, alex. bei Htob. Flor. 95, 8; ὁ [[δῆμος]] Dem. 53, 63; Plut. verb. es mit [[εὐμετάβολος]], de superstit. 1o; [[τύχη]] Luc. Icarom. 4; τὸ τῆς τύχης ἀβ., die Unbeständigkeit, Char. 18; Pol. 15, 34. – Adv., ἀβεβαίως τρυφᾷ Men. bei Stob. 165, 28.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0002.png Seite 2]] unbeständig, von Personen u. Sachen, (ὁ [[πλοῦτος]]) ἀβεβαιότατόν ἐστιν ὧν κεκτήμεθα, alex. bei Htob. Flor. 95, 8; ὁ [[δῆμος]] Dem. 53, 63; Plut. verb. es mit [[εὐμετάβολος]], de superstit. 1o; [[τύχη]] Luc. Icarom. 4; τὸ τῆς τύχης ἀβ., die Unbeständigkeit, Char. 18; Pol. 15, 34. – Adv., ἀβεβαίως τρυφᾷ Men. bei Stob. 165, 28.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non ferme, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[βέβαιος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβέβαιος''': -ον, = [[ἀβέβαιος]], [[ἀμφίβολος]], περὶ φαρμάκων Ἱππ. Ἀφ. 1245. ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (δηλ. [[πλοῦτος]]) Ἀλεξ. ἐν Ἀδήλοις, 21. Πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 1: ὀφθαλμὸς ἀβ. = ἀσταθὴς Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 10. 3. Μεταφ. ἀβ. [[φιλία]] παρὰ τῷ αὐτῷ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 15. Τὸ ἀβέβαιον = [[ἀβεβαιότης]], Λουκ. Χαρ. ἢ Ἐπισκ. 18: ἐξ ἀβεβαίου = ἐξ ἐπισφαλοῦς (οὐχὶ ἀσφαλοῦς) θέσεως. Ἀρρ. Ἀν. 1. 15, 2. 2) περὶ προσώπων = [[ἀσταθής]], [[ἀμφίβολος]], κυμαινόμενος Δημ. 1341. τελ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 12, 3. ἐπίρρ. -ως Μενανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1.
|lstext='''ἀβέβαιος''': -ον, = [[ἀβέβαιος]], [[ἀμφίβολος]], περὶ φαρμάκων Ἱππ. Ἀφ. 1245. ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (δηλ. [[πλοῦτος]]) Ἀλεξ. ἐν Ἀδήλοις, 21. Πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 1: ὀφθαλμὸς ἀβ. = ἀσταθὴς Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 10. 3. Μεταφ. ἀβ. [[φιλία]] παρὰ τῷ αὐτῷ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 15. Τὸ ἀβέβαιον = [[ἀβεβαιότης]], Λουκ. Χαρ. ἢ Ἐπισκ. 18: ἐξ ἀβεβαίου = ἐξ ἐπισφαλοῦς (οὐχὶ ἀσφαλοῦς) θέσεως. Ἀρρ. Ἀν. 1. 15, 2. 2) περὶ προσώπων = [[ἀσταθής]], [[ἀμφίβολος]], κυμαινόμενος Δημ. 1341. τελ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 12, 3. ἐπίρρ. -ως Μενανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non ferme, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[βέβαιος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβέβαιος Medium diacritics: ἀβέβαιος Low diacritics: αβέβαιος Capitals: ΑΒΕΒΑΙΟΣ
Transliteration A: abébaios Transliteration B: abebaios Transliteration C: avevaios Beta Code: a)be/baios

English (LSJ)

ον,
A unreliable, of remedies, Hp.Aph.2.27; ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (sc. πλοῦτος) Alex.281, cf. Men.128; ὀφθαλμὸς ἀβέβαιος = unsteady eye, Arist.HA492a12: metaph., τύχη Democr.176, cf. Plb. 15.34.2; αἰτία Epicur.Ep.3,p.65U.; φιλία Arist.EE1236b19; τὸ ἀβέβαιον = ἀβεβαιότης, Hierocl. in CA2p.422M., Heraclit.Ep.7; ἐξ ἀβεβαίου = from an insecure position, Arr.An.1.15.2.
2 of persons, unstable, fickle, D.58.63, Arist.EN1172a9. Adv. ἀβεβαίως = changeably Men.Georg.Fr.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 inseguro, incierto, inconstante τύχη Democr.B 176, δόξα, εὐτυχία Gorg.B 11.11, βίος Aesop.285.2, cf. GVI 116.4 (Renea I d.C.), φιλία Arist.EE 1236b19, πλοῦτος Alex.283, Men.Mon.73, πρᾶγμα Men.Dysc.797
de estados clínicos inestable, incierto Hp.Aph.2.27
de pers. inconstante, caprichoso δῆμος D.58.63, cf. Arist.EN 1172a9
subst. τὸ ἀβέβαιον = lo inseguro, la inseguridad τῆς τύχης Plb.15.34.2, cf. Hierocl.in CA 2 p.422, Heraclit.Ep.7 (p.72).
2 adv. ἀβεβαίως = inciertamente, de manera insegura ἀβεβαίως τρυφᾷ· τὸ τῆς τύχης γὰρ ῥεῦμα μεταπίπτει ταχύ Men.Georg.fr.2, εἰκὴ καὶ ἀβεβαίως Ceb.7.2, ἀνερματίστως καὶ ἀβεβαίως Didym.2Cor.7.5, cf. Gal.9.775.

German (Pape)

[Seite 2] unbeständig, von Personen u. Sachen, (ὁ πλοῦτος) ἀβεβαιότατόν ἐστιν ὧν κεκτήμεθα, alex. bei Htob. Flor. 95, 8; ὁ δῆμος Dem. 53, 63; Plut. verb. es mit εὐμετάβολος, de superstit. 1o; τύχη Luc. Icarom. 4; τὸ τῆς τύχης ἀβ., die Unbeständigkeit, Char. 18; Pol. 15, 34. – Adv., ἀβεβαίως τρυφᾷ Men. bei Stob. 165, 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non ferme, inconstant.
Étymologie: , βέβαιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβέβαιος: -ον, = ἀβέβαιος, ἀμφίβολος, περὶ φαρμάκων Ἱππ. Ἀφ. 1245. ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (δηλ. πλοῦτος) Ἀλεξ. ἐν Ἀδήλοις, 21. Πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 1: ὀφθαλμὸς ἀβ. = ἀσταθὴς Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 10. 3. Μεταφ. ἀβ. φιλία παρὰ τῷ αὐτῷ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 15. Τὸ ἀβέβαιον = ἀβεβαιότης, Λουκ. Χαρ. ἢ Ἐπισκ. 18: ἐξ ἀβεβαίου = ἐξ ἐπισφαλοῦς (οὐχὶ ἀσφαλοῦς) θέσεως. Ἀρρ. Ἀν. 1. 15, 2. 2) περὶ προσώπων = ἀσταθής, ἀμφίβολος, κυμαινόμενος Δημ. 1341. τελ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 12, 3. ἐπίρρ. -ως Μενανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1.

Greek Monotonic

ἀβέβαιος: -ον, 1. αμφίβολος, ασταθής, ευμετάβολος· τὸ ἀβέβαιον = ἡ ἀβεβαιότης, σε Λουκ.
2. λέγεται για πρόσωπα, μη σταθερός, αναξιόπιστος, ταλαντευόμενος, σε Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβέβαιος:
1) подвижный (ὀφθαλμός Arst.);
2) непостоянный, ненадежный, непрочный (φιλία Arst.; πρᾶγμα Men.; νίκη Plut.; τύχη Luc.);
3) переменчивый, ветреный (δῆμος Dem.).

Middle Liddell


1. uncertain, unsteady; τὸ ἀβέβαιον = ἀβεβαιότης, Luc.
2. of persons, unstable, Dem., etc.