ἀπήνη: Difference between revisions

No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0290.png Seite 290]] ἡ, ein vierrädriger Wagen, um Lasten, zuweilen Frauen u. Greise zu fahren, gew. mit Maulthieren bespannt, von Hom. an, Iliad. 24, 275 sqq Od. 6, 57 sqq. 7, 5; Soph. O. R. 753. 803; vgl. Paus. 5, 9. Bei Pind. ein Maulthiergespann, vgl. Ol. 5, 3. Uebh. Fahrzeug, ναΐα, Schiff, Eur. Med. 1122, vgl. p. bei D. Hal. C. V. 17; Gespann, Paar, Phoen. 338.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0290.png Seite 290]] ἡ, ein vierrädriger Wagen, um Lasten, zuweilen Frauen u. Greise zu fahren, gew. mit Maulthieren bespannt, von Hom. an, Iliad. 24, 275 sqq Od. 6, 57 sqq. 7, 5; Soph. O. R. 753. 803; vgl. Paus. 5, 9. Bei Pind. ein Maulthiergespann, vgl. Ol. 5, 3. Uebh. Fahrzeug, ναΐα, Schiff, Eur. Med. 1122, vgl. p. bei D. Hal. C. V. 17; Gespann, Paar, Phoen. 338.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />chariot, voiture à quatre roues attelées de mules, <i>qqf</i> de bœufs ; <i>postér.</i> char ; ναΐα [[ἀπήνη]] EUR char nautique, bateau.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn., sans étym.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπήνη''': ἡ, [[τετράτροχος]] [[ἅμαξα]] συρομένη ὑπὸ ἡμιόνων, ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· πρβλ. Ὀδ. Ζ. 57, πρὸς τοὺς στίχ. 68. 72, 73, 82· ἡ [[λέξις]] [[ἀπήνη]] [[εἶναι]] ἐν πλείστοις ὀμοία καὶ σχεδὸν [[ὁμώνυμος]] τῇ ἁμάξῃ, πρβλ. Ἰλ. Ω. 266 πρὸς τὸ 324, καὶ Ὀδ. Ζ. 72 πρὸς τὸ 73: ὅτε ἐχρησίμευε δι’ ἁρματηλασίας, ὡς ἐν Πινδ. Ο. 5, 6 (πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 527), καὶ [[τότε]] ἀκόμη ἀσύρετο ὑπὸ ἡμιόνων· ἡμιόνοις ξεστᾷ τ’ ἀπήνᾳ Π. 4. 94 (166)· ἦν γὰρ δὴ [[ἀπήνη]]… ἡμιόνους ἀνθ’ ἵππων ἔχουσα Παυσ. 5. 9. 2. 2) [[μετέπειτα]] ἐσήμαινε πᾶν [[εἶδος]] ἁμάξης ἢ ἅρματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 906, Σοφ. Ο. Τ. 753· ἀπ. πωλικὴ [[αὐτόθι]] 803: πολεμικὸν ἅρμα, Στράβ. 200· πρβλ. [[καπάνη]]. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπὶ παντὸς μέσου μεταφορᾶς, ναΐα ἀπ., [[πλοῖον]], Εὑρ. Μήδ. 1123· πλωταῖς ἀπήνῃσι Ποιητὴς παρὰ Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 17· τετραβάμονος ὡς ὑπ’ ἀπήνας, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, ὡς κινουμένου διὰ τροχῶν, Εὐρ. Τρῳ. 517. 4) μεταφ. [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ [[ζεῦγος]], π.χ. ἐπὶ ἀδελφῶν, ὁ αὐτ. Φοίν. 329· ([[ἐτυμολογία]] [[ἄγνωστος]]).
|lstext='''ἀπήνη''': ἡ, [[τετράτροχος]] [[ἅμαξα]] συρομένη ὑπὸ ἡμιόνων, ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· πρβλ. Ὀδ. Ζ. 57, πρὸς τοὺς στίχ. 68. 72, 73, 82· ἡ [[λέξις]] [[ἀπήνη]] [[εἶναι]] ἐν πλείστοις ὀμοία καὶ σχεδὸν [[ὁμώνυμος]] τῇ ἁμάξῃ, πρβλ. Ἰλ. Ω. 266 πρὸς τὸ 324, καὶ Ὀδ. Ζ. 72 πρὸς τὸ 73: ὅτε ἐχρησίμευε δι’ ἁρματηλασίας, ὡς ἐν Πινδ. Ο. 5, 6 (πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 527), καὶ [[τότε]] ἀκόμη ἀσύρετο ὑπὸ ἡμιόνων· ἡμιόνοις ξεστᾷ τ’ ἀπήνᾳ Π. 4. 94 (166)· ἦν γὰρ δὴ [[ἀπήνη]]… ἡμιόνους ἀνθ’ ἵππων ἔχουσα Παυσ. 5. 9. 2. 2) [[μετέπειτα]] ἐσήμαινε πᾶν [[εἶδος]] ἁμάξης ἢ ἅρματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 906, Σοφ. Ο. Τ. 753· ἀπ. πωλικὴ [[αὐτόθι]] 803: πολεμικὸν ἅρμα, Στράβ. 200· πρβλ. [[καπάνη]]. ΙΙΙ. μεταφ., ἐπὶ παντὸς μέσου μεταφορᾶς, ναΐα ἀπ., [[πλοῖον]], Εὑρ. Μήδ. 1123· πλωταῖς ἀπήνῃσι Ποιητὴς παρὰ Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 17· τετραβάμονος ὡς ὑπ’ ἀπήνας, περὶ τοῦ δουρείου ἵππου, ὡς κινουμένου διὰ τροχῶν, Εὐρ. Τρῳ. 517. 4) μεταφ. [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ [[ζεῦγος]], π.χ. ἐπὶ ἀδελφῶν, ὁ αὐτ. Φοίν. 329· ([[ἐτυμολογία]] [[ἄγνωστος]]).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />chariot, voiture à quatre roues attelées de mules, <i>qqf</i> de bœufs ; <i>postér.</i> char ; ναΐα [[ἀπήνη]] EUR char nautique, bateau.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn., sans étym.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth