3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0129.png Seite 129]] ἡ, 1) Weinstock, Hom. dreimal, Od. 9, 110 ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται, πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ' ἄμπελοι, αἵ τε φέρουσιν [[οἶνον]] ἐριστάφυλον, [[καί]] [[σφιν]] Διὸς [[ὄμβρος]] ἀέξει, 133 [[μάλα]] κ' ἄφθιτοι ἄμπελοι [[εἶεν]], 24, 246 οὐ [[φυτόν]], οὐ [[συκῆ]], οὐκ [[ἄμπελος]], οὐ μὲν ἐλαίη, οὐκ [[ὄγχνη]], οὐ πρασιή τοι [[ἄνευ]] κομιδῆς κατὰ κῆπον; – Folgende überall; – = Weinberg Ael. H. A. 11, 32. – 2) Belagerungsmaschine, vinea, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0129.png Seite 129]] ἡ, 1) Weinstock, Hom. dreimal, Od. 9, 110 ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται, πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ' ἄμπελοι, αἵ τε φέρουσιν [[οἶνον]] ἐριστάφυλον, [[καί]] [[σφιν]] Διὸς [[ὄμβρος]] ἀέξει, 133 [[μάλα]] κ' ἄφθιτοι ἄμπελοι [[εἶεν]], 24, 246 οὐ [[φυτόν]], οὐ [[συκῆ]], οὐκ [[ἄμπελος]], οὐ μὲν ἐλαίη, οὐκ [[ὄγχνη]], οὐ πρασιή τοι [[ἄνευ]] κομιδῆς κατὰ κῆπον; – Folgende überall; – = Weinberg Ael. H. A. 11, 32. – 2) Belagerungsmaschine, vinea, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> plant de vigne, vigne, <i>plante</i>;<br /><b>2</b> vignoble.<br />'''Étymologie:''' p.ê. [[ἀμφί]], [[εἵλω]] s'enrouler. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄμπελος''': ἡ, τὸ [[κλῆμα]], «κούτσουρον», Λατ. vitis, Ὅμ. (ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ. ἐκτὸς ἐν τῷ ἐπιθέτῳ [[ἀμπελόεις]]), κτλ· πυροὶ καὶ κριθαὶ καὶ ἄμπελοι Ὀδ. Ι. 110, πρβλ. 133, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.: ἄμπελον τὴν περὶ τὸ ἱερὸν κόπτοντες, περιεκτικῶς) πρβλ. [[ἵππος]], ἡ), Θουκ. 4. 90· ὁ [[οἶνος]] καλεῖται [[δρόσος]] ἀμπέλου Πινδ. Ο. 7. 3, καὶ ἀμπέλου [[παῖς]] Ν. 9. 124, (ὡς τἀνάπαλιν, ἡ [[ἄμπελος]] λέγεται οἴνου [[μήτηρ]] Αἰσχ. Πέρσ. 614, Εὐρ. Ἄλκ. 757). 2) ἄμπ. ἀγρία ἢ λευκή, ἡ ἀγρία ἄμπ., [[ἴσως]] ἡ βρυωνία (βρουνιά), Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 9. 14, 1, Διοσκ. 4. 181 κἑξ: - [[ὡσαύτως]], 3) [[εἶδος]] θαλασσίου φυτοῦ clematis maritima, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 6, 2. ΙΙ. = [[ἀμπελών]], κοινῶς «ἀμπέλι», Αἰλ. περὶ Ζ. 11, 32, (ὁ Ἑρχέριος ἔχει ἀμπελῶνι ἀντὶ ἀμπέλῳ). ΙΙΙ. μηχανὴ πρὸς φύλαξιν τῶν πολιορκούντων, Λατ. vinea, Ἀπολλόδ. ἐν μαθημ. Ἀρχ. σ. 15. (Ἴσως ἐκ τοῦ ἀμπὶ (Αἰολ. ἀντὶ ἀμφὶ) καὶ τῆς √ΕΛ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ [[ἑλίσσω]], [[ἕλιξ]], [[εἰλύω]]). | |lstext='''ἄμπελος''': ἡ, τὸ [[κλῆμα]], «κούτσουρον», Λατ. vitis, Ὅμ. (ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ. ἐκτὸς ἐν τῷ ἐπιθέτῳ [[ἀμπελόεις]]), κτλ· πυροὶ καὶ κριθαὶ καὶ ἄμπελοι Ὀδ. Ι. 110, πρβλ. 133, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.: ἄμπελον τὴν περὶ τὸ ἱερὸν κόπτοντες, περιεκτικῶς) πρβλ. [[ἵππος]], ἡ), Θουκ. 4. 90· ὁ [[οἶνος]] καλεῖται [[δρόσος]] ἀμπέλου Πινδ. Ο. 7. 3, καὶ ἀμπέλου [[παῖς]] Ν. 9. 124, (ὡς τἀνάπαλιν, ἡ [[ἄμπελος]] λέγεται οἴνου [[μήτηρ]] Αἰσχ. Πέρσ. 614, Εὐρ. Ἄλκ. 757). 2) ἄμπ. ἀγρία ἢ λευκή, ἡ ἀγρία ἄμπ., [[ἴσως]] ἡ βρυωνία (βρουνιά), Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 9. 14, 1, Διοσκ. 4. 181 κἑξ: - [[ὡσαύτως]], 3) [[εἶδος]] θαλασσίου φυτοῦ clematis maritima, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 6, 2. ΙΙ. = [[ἀμπελών]], κοινῶς «ἀμπέλι», Αἰλ. περὶ Ζ. 11, 32, (ὁ Ἑρχέριος ἔχει ἀμπελῶνι ἀντὶ ἀμπέλῳ). ΙΙΙ. μηχανὴ πρὸς φύλαξιν τῶν πολιορκούντων, Λατ. vinea, Ἀπολλόδ. ἐν μαθημ. Ἀρχ. σ. 15. (Ἴσως ἐκ τοῦ ἀμπὶ (Αἰολ. ἀντὶ ἀμφὶ) καὶ τῆς √ΕΛ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ [[ἑλίσσω]], [[ἕλιξ]], [[εἰλύω]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |