ἔνερσις: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0839.png Seite 839]] ἡ, das Hineinfügen, -stecken, Thuc. 1, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0839.png Seite 839]] ἡ, das Hineinfügen, -stecken, Thuc. 1, 6.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’enrouler, d’enlacer, d’attacher.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνείρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔνερσις''': -εως, ἡ, ([[ἐνείρω]]), τὸ ἐνείρειν, ἐντιθέναι, ἐναρμόζειν, χρυσῶν τεττίγγων ἐνέρσει, οὓς ἐκάρφωνον εἰς τὴν κόμην των οἱ πρεσβύτεροι τῶν εὐγενῶν Ἀθηναίων πρὸς συγκράτησιν τῶν τριχῶν ἐν τῇ κορυφῇ ἐν ᾗ ἐσχημάτιζον κρώβυλον, δηλ. [[εἶδος]] πλέγματος τῶν τριχῶν λῆγον εἰς [[σχῆμα]] κώνου ἐν τῇ κορυφῇ, Θουκ. 1. 6.
|lstext='''ἔνερσις''': -εως, ἡ, ([[ἐνείρω]]), τὸ ἐνείρειν, ἐντιθέναι, ἐναρμόζειν, χρυσῶν τεττίγγων ἐνέρσει, οὓς ἐκάρφωνον εἰς τὴν κόμην των οἱ πρεσβύτεροι τῶν εὐγενῶν Ἀθηναίων πρὸς συγκράτησιν τῶν τριχῶν ἐν τῇ κορυφῇ ἐν ᾗ ἐσχημάτιζον κρώβυλον, δηλ. [[εἶδος]] πλέγματος τῶν τριχῶν λῆγον εἰς [[σχῆμα]] κώνου ἐν τῇ κορυφῇ, Θουκ. 1. 6.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’enrouler, d’enlacer, d’attacher.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνείρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνερσις Medium diacritics: ἔνερσις Low diacritics: ένερσις Capitals: ΕΝΕΡΣΙΣ
Transliteration A: énersis Transliteration B: enersis Transliteration C: enersis Beta Code: e)/nersis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐνείρὠ fitting in, fastening, ἐνέρσει χρυσῶν τεττίγων, used by old men at Athens to fasten up their hair, Th.1.6.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
inserción χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι ciñendo la cabellera mediante la inserción de (pasadores en forma de) cigarras de oro de los atenienses, Th.1.6, cf. Agath.1.3.4, de un hilo en un astrágalo como método de cifra, Aen.Tact.31.19, βρόχου βραχέος ἐνέρσει τὰ ξύλα ... νεύειν Procop.Goth.1.21.15, cf. 2.23.37.

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, das Hineinfügen, -stecken, Thuc. 1, 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’enrouler, d’enlacer, d’attacher.
Étymologie: ἐνείρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνερσις: -εως, ἡ, (ἐνείρω), τὸ ἐνείρειν, ἐντιθέναι, ἐναρμόζειν, χρυσῶν τεττίγγων ἐνέρσει, οὓς ἐκάρφωνον εἰς τὴν κόμην των οἱ πρεσβύτεροι τῶν εὐγενῶν Ἀθηναίων πρὸς συγκράτησιν τῶν τριχῶν ἐν τῇ κορυφῇ ἐν ᾗ ἐσχημάτιζον κρώβυλον, δηλ. εἶδος πλέγματος τῶν τριχῶν λῆγον εἰς σχῆμα κώνου ἐν τῇ κορυφῇ, Θουκ. 1. 6.

Greek Monolingual

ἔνερσις, η (AM) ενείρω
εναρμογή, προσαρμογή, ένθεση («ἡ τιάρα ἐνέρσει ἀνθράκων ἀπολάμπουσα τῇ λαμπρότητι», Θεοφύλ. Σιμοκ.).

Greek Monotonic

ἔνερσις: -εως, ἡ (ἐνείρω), εφαρμογή, συναρμολόγηση, στερέωση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνερσις: εως ἡ втыкание, вкалывание (χρυσῶν τεττίγων Thuc.).

Middle Liddell

ἔνερσις, εως ἐνείρω
a fitting in, fastening, Thuc.