αἰσθητήριον: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />organe de la sensation, sens.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσθάνομαι]].
|btext=ου (τό) :<br />organe de la sensation, sens.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσθάνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἰσθητήριον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> филос. (лат. [[sensorium]]) орган чувств, чувствилище Plat., Arst., Sext.;<br /><b class="num">2)</b> [[чувство]], [[способность]] (τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα πρός τι NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰσθητήριον:''' τό ([[αἰσθάνομαι]]), όργανο αίσθησης, σε Αριστ. κ.λπ.· <i>τὰ αἰσθητήρια</i>, αισθήσεις, ικανότητες αίσθησης, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''αἰσθητήριον:''' τό ([[αἰσθάνομαι]]), όργανο αίσθησης, σε Αριστ. κ.λπ.· <i>τὰ αἰσθητήρια</i>, αισθήσεις, ικανότητες αίσθησης, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''αἰσθητήριον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> филос. (лат. [[sensorium]]) орган чувств, чувствилище Plat., Arst., Sext.;<br /><b class="num">2)</b> [[чувство]], [[способность]] (τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα πρός τι NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσθητήριον Medium diacritics: αἰσθητήριον Low diacritics: αισθητήριον Capitals: ΑΙΣΘΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: aisthētḗrion Transliteration B: aisthētērion Transliteration C: aisthitirion Beta Code: ai)sqhth/rion

English (LSJ)

τό, sense organ, organ of sense, Hp. Vict.4.86, Arist.de An.421b32, etc.; τὰ αἰσθητήρια, opp. ἡ διάνοια, Epicur. Ep.1p.12U.; ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια Macho 2; τὰ αἰσθητήρια = the faculties, LXX 4 Ma.2.22, cf. Ep.Heb.5.14.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 órgano de los sentidos τὸ ὀσφραντικὸν αἰ. Arist.de An.421b32, τῆς ... αἰσθητικῆς δυνάμεως αἰσθητήρια μέν ἐστι τὰ τοῦ σώματος ὄργανα Ptol.Iudic.5.19
plu. τὰ αἰσθητήρια = los sentidos ἀναστομοῖ τάχιστα ταἰσθητήρια ref. al gusto, Diph.18.6, ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια οὐκ ἂν διαμάρτοις Macho 471, τὸ ὅμοιον τοῖς αἰσθητερίοις καὶ ἐπὶ τῶν τεχνῶν συντέτευχεν Chrysipp.Stoic.2.101
op. διάνοια: λάβωμεν φαντασίαν ἐπιβλητικῶς τῇ διανοίᾳ ἢ τοῖς αἰσθητηρίοις Epicur.Ep.[2] 50, cf. Phld.D.3.15.6, τὴν διάνοιάν μου ἐρρωμένην ἔχων καὶ ἀκεραίαν, τὰ αἰ<σ>θητήρια ἀβλαβής POxy.2283.8 (VI d.C.), πέντε μέν εἰσιν τὰ αἰσθητήρια Plu.2.903b, ὑπνηλοῦ θανάτου τοῖς αἰσθητηρίοις ἐντρέχοντος Philostr.Im.2.6.4.
2 facultad intelectual, mental τὸν ἱερὸν ἡγεμόνα νοῦν διὰ τῶν αἰσθητηρίων ἐνεθρόνισεν LXX 4Ma.2.22, τῶν διὰ τὴν ἕξιν τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα ἐχόντων πρὸς διάκρισιν καλοῦ τε καὶ κακοῦ Ep.Hebr.5.14, cf. Clem.Al.Strom.7.16.93, τὸν ἄνδρα ... ἄρτιον ὄντα ἐν ταῖς συνουσίαις καὶ πᾶσι τοῖς αἰσθητηρίοις Luc.Macr.22
órgano espiritual ὁ τῆς ψυχῆς τὰ αἰσθητήρια κεκαθαρισμένος Eus.M.23.325C.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
organe de la sensation, sens.
Étymologie: αἰσθάνομαι.

Russian (Dvoretsky)

αἰσθητήριον: τό
1) филос. (лат. sensorium) орган чувств, чувствилище Plat., Arst., Sext.;
2) чувство, способность (τὰ αἰσθητήρια γεγυμνασμένα πρός τι NT).

Greek (Liddell-Scott)

αἰσθητήριον: τό, ὄργανον αἰσθήσεως, Ἱππ. 375, 44, Ἀριστ. περὶ ψυχῆς 2. 9, 12., 2. 10, 4· ἐπὰν ᾖ καθαρὰ τᾀσθητήρια, Μάχων ἐν «Ἐπιστολῇ» 1. 5· τὰ αἰσθ. = αἱ δυνάμεις πρὸς αἴσθησιν, Ἑβδ., Πρὸς Ἑβρ. ε΄, 14.

English (Abbott-Smith)

αἰσθητήριον, -ου, τό (< αἰσθάνομαι), [in LXX: Je 4:19 (קִיר), IV Mac 2:22 *;]
sense, organ of perception: He 5:14 (MM, VGT, s.v.). †

English (Strong)

from a derivative of αἰσθάνομαι; properly, an organ of perception, i.e. (figuratively) judgment: senses.

English (Thayer)

τό, an organ of perception; external sense, (Hippocrates); Plato, Ax. 366a.; Aristotle, polit, 4,3, 9, others; faculty of the mind for perceiving, understanding, judging, αἰσθητήριον τῆς καρδίας, τά ἔνδον αἰσθητήρια).

Greek Monotonic

αἰσθητήριον: τό (αἰσθάνομαι), όργανο αίσθησης, σε Αριστ. κ.λπ.· τὰ αἰσθητήρια, αισθήσεις, ικανότητες αίσθησης, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

αἰσθάνομαι
an organ of sense, Arist., etc.; τὰ αἰσθ. the senses, faculties, NTest.

Chinese

原文音譯:a„sqht»rion 埃士帖帖里按
詞類次數:名詞(1)
原文字根:感覺 保持(者)
字義溯源:感覺官能,判斷的才能,心竅;源自(αἰσθάνομαι)*=明瞭)。感覺官能,乃是人裏面的眼睛,賦於人洞察黑白是非的能力。在( 來5:14)譯為:心竅
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 官能(1) 來5:14