διασκέπτομαι: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=<i>f.</i> διασκέψομαι, <i>etc.</i><br />examiner à fond, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκέπτομαι]]. | |btext=<i>f.</i> διασκέψομαι, <i>etc.</i><br />examiner à fond, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σκέπτομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δια-σκέπτομαι, praes. gew. aangevuld door vormen van διασκοπέω goed bekijken; pass.: ἔοιχ’ ἡμῖν ἅπαντά πως διεσκέφθαι καλῶς het lijkt erop dat zo’n beetje alles door ons goed is geïnspecteerd Aristoph. Th. 687. meestal overdr. grondig beschouwen, onderzoeken. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διασκέπτομαι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[оглядываться]], [[озираться]] (διασκεψάμενοι μὴ ὁρῶνται [[ὑπό]] τινος Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[внимательно рассматривать]] (γράμματα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[обдумывать]] (τι Plat. и περί τινος Arst.): δ. πρὸς ἑαυτόν Plat. размышлять, соображать; [[φέρε]] διασκεψώμεθα Eur. давай посмотрим. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''διασκέπτομαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[διασκοπέω]], σε Λουκ. | |lsmtext='''διασκέπτομαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[διασκοπέω]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''διασκέπτομαι''': μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ διασκοπέω, Λουκ. Β. Πρ. 27, Ἀληθ. Ἱστ. 18. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=late form of [[διασκοπέω]] Luc.] | |mdlsjtxt=late form of [[διασκοπέω]] Luc.] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 2 October 2022
English (LSJ)
= διασκοπέω, Luc.Vit.Auct.27, VH2.18.
Spanish (DGE)
1 mirar detenidamente, inspeccionar, examinar atentamente (οἶνον) E.Cyc.557, ἅπαντα ... καλῶς Ar.Th.687, τὰς ἐπιστολάς D.H.5.8, αὐτῶν μίαν (νῆσον) Philostr.VA 7.25
•vigilar c. or. complet. διασκεψάμεναι μὴ ὁρῶνται ὑπό τινος X.Cyn.9.3.
2 considerar con cuidado, estimar, indagar νόμους Hdt.3.38, πάντα Hp.Acut.(Sp.) 22, τὸν λόγον Pl.R.351a, τὰ δίκαια X.HG 3.1.24, θάτερον μέρος Aristox.Harm.25.7, τὰ μέρη Ph.1.471, τά τ' ἄλλα περὶ ἐχθρῶν Plu.2.86c, c. interr. ind. περὶ ἧς εἰ φαύλως ἢ μὴ φαύλως Arist.Pol.1272a26, πῶς πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς τυγχάνουσιν ἔχοντες Anaximen.Rh.1436b18, πρὸς ἐμαυτὸν ... πῶς ἄν ... I.AI 11.334, cf. Phld.Mus.4.38.1, Gr.Naz.M.37.816A, IEphesos 1324.12 (VI d.C.)
•abs. recapacitar, reflexionar πρὸς ἑαυτόν Pl.Chrm.160e, (αὐτὰ) περὶ ὧν διεσκέπτετο μὴ παραλιπεῖν Plu.2.119b, ἐπέχειν δὲ ἔτι καὶ διασκέπτεσθαι Luc.VH 2.18, cf. Vit.Auct.27, PLond.1912.71 (I d.C.), S.E.M.7.10, A.Andr.Gr.46.8.
German (Pape)
[Seite 602] dep. med., 1) genau betrachten, erwägen; Eur. Cycl. 554; λόγον Plat. Theaet. 168 e, u. öfter; πρὸς ἑαυτόν, bei sich, Charmid. 160 e; πάντα διεσκέφθαι, pass., Ar. Th. 687. – 2) sich rings umsehen, Xen. Cyn. 9, 3. – S. διασκοπέω.
French (Bailly abrégé)
f. διασκέψομαι, etc.
examiner à fond, acc..
Étymologie: διά, σκέπτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σκέπτομαι, praes. gew. aangevuld door vormen van διασκοπέω goed bekijken; pass.: ἔοιχ’ ἡμῖν ἅπαντά πως διεσκέφθαι καλῶς het lijkt erop dat zo’n beetje alles door ons goed is geïnspecteerd Aristoph. Th. 687. meestal overdr. grondig beschouwen, onderzoeken.
Russian (Dvoretsky)
διασκέπτομαι:
1) оглядываться, озираться (διασκεψάμενοι μὴ ὁρῶνται ὑπό τινος Xen.);
2) внимательно рассматривать (γράμματα Plut.);
3) перен. обдумывать (τι Plat. и περί τινος Arst.): δ. πρὸς ἑαυτόν Plat. размышлять, соображать; φέρε διασκεψώμεθα Eur. давай посмотрим.
Greek Monolingual
(Α διασκέπτομαι)
1. μελετώ κάτι με προσοχή, εξετάζω διεξοδικά
2. συσκέπτομαι με άλλον ή άλλους για τη λήψη αποφάσεων.
Greek Monotonic
διασκέπτομαι: μεταγεν. τύπος του διασκοπέω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διασκέπτομαι: μεταγεν. τύπος τοῦ διασκοπέω, Λουκ. Β. Πρ. 27, Ἀληθ. Ἱστ. 18.
Middle Liddell
late form of διασκοπέω Luc.]