Λέρνα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> Lerne, <i>fontaine de Corinthe</i>;<br /><b>2</b> <i>dor. c.</i> [[Λέρνη]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> Lerne, <i>fontaine de Corinthe</i>;<br /><b>2</b> <i>dor. c.</i> [[Λέρνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''Λέρνα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[Лерна]] (источник в Коринфе) Plut.;<br /><b class="num">2)</b> дор. = [[Λέρνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Λέρνα:''' ἡ, [[έλος]] στην Αργολίδα, μυθολογική [[κατοικία]] της Λερναίας Ύδρας, σε Ευρ.· επίθ., [[Λερναῖος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> ή <i>-ος</i>, <i>-ον</i>, σε Ησίοδ., Ευρ.
|lsmtext='''Λέρνα:''' ἡ, [[έλος]] στην Αργολίδα, μυθολογική [[κατοικία]] της Λερναίας Ύδρας, σε Ευρ.· επίθ., [[Λερναῖος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i> ή <i>-ος</i>, <i>-ον</i>, σε Ησίοδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''Λέρνα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[Лерна]] (источник в Коринфе) Plut.;<br /><b class="num">2)</b> дор. = [[Λέρνη]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[Λέρνα]], ἡ,<br />[[Lerna]], in [[Argolis]], the [[abode]] of the [[Hydra]], Eur.:—adj. [[Λερναῖος]], η, ον or ος, ον, Hes., Eur.
|mdlsjtxt=[[Λέρνα]], ἡ,<br />[[Lerna]], in [[Argolis]], the [[abode]] of the [[Hydra]], Eur.:—adj. [[Λερναῖος]], η, ον or ος, ον, Hes., Eur.
}}
}}

Revision as of 12:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λέρνα Medium diacritics: Λέρνα Low diacritics: Λέρνα Capitals: ΛΕΡΝΑ
Transliteration A: Lérna Transliteration B: Lerna Transliteration C: Lerna Beta Code: *le/rna

English (LSJ)

ἡ, Lerna, a marsh in Argolis, the mythol. abode of the Hydra (Λερναῖα Ὕδρα‎‎), Plu.Cleom.15, Paus.2.4.5; also Λέρνη, Cratin.347, Str.8.6.8, etc.: gen. Λέρνης A.Pr.652, etc.: prov., Λέρνη κακῶν = an abyss of ills, Hsch.; so Λέρνη θεατῶν, of the theatre, Cratin.l.c.:—Adj. Λερναῖος, Λερναῖα, Λερναῖον, Hes.Th.314, etc.; also ος, ον E.Ion191 (lyr.):—Λερναία χολή, of malignant anger, Trag.Adesp.229.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 Lerne, fontaine de Corinthe;
2 dor. c. Λέρνη.

Russian (Dvoretsky)

Λέρνα:
1) Лерна (источник в Коринфе) Plut.;
2) дор. = Λέρνη.

Greek (Liddell-Scott)

Λέρνα: ἡ, ἕλος ἐν Ἀργολίδι, ἡ μυθολογικὴ κατοικία τῆς Ὕδρας, Εὐρ., κλ.· Λέρνη Στράβ. 371, κτλ.· ― παροιμ., Λέρνα κακῶν, ἄβυσσος δυστυχημάτων, ὡς τὸ Ἰλιὰς κακῶν, Ἡσύχ.· οὕτως ὁ Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 73 ἐκάλει τὸ θέατρον Λέρνη θεατῶν· ― ἐπίθετ. Λερναῖος, α, ον, Ἡσ. Θεογ. 313, κτλ.· ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ἴων 191 (λυρ.).

Greek Monolingual

και Λέρνη, η (AM Λέρνα και Λέρνη)
ονομασία αρχαίας πόλης και ελώδους λίμνης στην Αργολίδα, κοντά στο σημερινό χωριό Μύλοι
αρχ.
1. φρ. «Λέρνη θεατῶν»
(για θέατρο) πλήθος θεατών
2. παροιμ. «Λέρνα κακιῶν» — άβυσσος δυστυχημάτων.

Greek Monotonic

Λέρνα: ἡ, έλος στην Αργολίδα, μυθολογική κατοικία της Λερναίας Ύδρας, σε Ευρ.· επίθ., Λερναῖος, , -ον ή -ος, -ον, σε Ησίοδ., Ευρ.

Middle Liddell

Λέρνα, ἡ,
Lerna, in Argolis, the abode of the Hydra, Eur.:—adj. Λερναῖος, η, ον or ος, ον, Hes., Eur.