γελασῖνος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />le rieur (Démocrite).<br />'''Étymologie:''' [[γελάω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />le rieur (Démocrite).<br />'''Étymologie:''' [[γελάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''γελᾰσῖνος:''' ὁ [[смеющийся]] (эпитет философа Демокрита); pl. ямочки на теле, преимущ. на щеках Anth., Mart.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. -νη, η) (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που γελάει διαρκώς, ο [[γελαστός]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ γελασῑνοι</i> (<i>ὀδόντες</i>)<br />τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες<br /><b>3.</b> (θηλ. πληθ.) α) <i>αἱ γελασῑναι</i><br />τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε<br />β) τα λακκάκια που σχηματίζονται στους γλουτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γελασ</i>-, [[γελάω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ίνος</i> ([[πρβλ]]. <i>ελεγξίνος</i> «ο [[κριτικός]]», [[χυτρίνος]] «[[κοιλότητα]]» <b>κ.λπ.</b>)].
|mltxt=ο (θηλ. -νη, η) (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που γελάει διαρκώς, ο [[γελαστός]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ γελασῑνοι</i> (<i>ὀδόντες</i>)<br />τα δόντια που φαίνονται όταν γελάμε, οι κοπτήρες<br /><b>3.</b> (θηλ. πληθ.) α) <i>αἱ γελασῑναι</i><br />τα λακκάκια που σχηματίζονται στα μάγουλα αυτών που γελάνε<br />β) τα λακκάκια που σχηματίζονται στους γλουτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γελασ</i>-, [[γελάω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ίνος</i> ([[πρβλ]]. <i>ελεγξίνος</i> «ο [[κριτικός]]», [[χυτρίνος]] «[[κοιλότητα]]» <b>κ.λπ.</b>)].
}}
{{elru
|elrutext='''γελᾰσῖνος:''' ὁ [[смеющийся]] (эпитет философа Демокрита); pl. ямочки на теле, преимущ. на щеках Anth., Mart.
}}
}}