δυσθεώρητος: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à examiner, à reconnaître.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[θεωρέω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à examiner, à reconnaître.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[θεωρέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσθεώρητος:''' [[с трудом поддающийся рассмотрению]], [[трудный для изучения или выяснения]] (ἡ τοῦ αἵματος [[φύσις]] Arst.; ἡ ἑκάστου [[προαίρεσις]] Polyb.; [[αἰτία]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσθεώρητος]], -ον)<br />[[εκείνος]], τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει [[κανείς]] σε όλη του την [[έκταση]] («χαῑρε [[βάθος]] δυσθεώρητον», Ακάθιστος Ύμνος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή διορθώνεται («δυσθεώρητα χειρόγραφα», «δυσθεώρητοι λογαριασμοί»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσνόητος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[δυσθεώρητος]], -ον)<br />[[εκείνος]], τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει [[κανείς]] σε όλη του την [[έκταση]] («χαῑρε [[βάθος]] δυσθεώρητον», Ακάθιστος Ύμνος)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή διορθώνεται («δυσθεώρητα χειρόγραφα», «δυσθεώρητοι λογαριασμοί»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[δυσνόητος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A hard to observe, Arist.HA511b13; scarcely visible, τρύπημα Hero Spir.1.31, cf. Philum.Ven.15.6. II hard to understand or reduce to theory, τέχνη Ph.Bel.49.19, cf. Plb.3.31.7, Phld.Rh.1.141 S., Ph.2.84.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de verse, apenas visible τρύπημα Hero Spir.1.31, ἀστήρ Gem.3.15, δῆγμα Philum.Ven.15.6, de la lengua del elefante, Ar.Byz.Epit.2.71, del bazo de la codorniz, Alex.Mynd.15W., cf. Ar.Byz.Epit.2.439, Ps.Callisth.1.46Γ (p.98), Dsc.4.133, Gal.2.398, 5.613, Basil.M.30.333C
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de observación Arist.HA 511b13.
2 desagradable a la vista πληγὴ ἀνίατός τε καὶ δ. Gr.Naz.M.35.1100D, glos. a δυσθέατος Sch.A.Th.978e.
3 difícil de entender ἡ τοῦ προειρημένου φύσις Plb.9.24.2, cf. 3.31.7, Ph.1.471, διαφορά Plu.Comp.Phil.Flam.3, αἰτία Plu.2.690f, μάθησις Plu.2.1020b, ὁ μὲν γὰρ χρόνος δυσθεώρητόν τι ἐστίν S.E.M.10.180, cf. Plu.2.1043a, Alex.Aphr.in Metaph.142.4, Febr.5.3, Iambl.VP 182, neutr. plu. subst., Phld.Rh.2.263Aur., Ph.2.84, Plu.2.718c, Eutoc.in Sph.Cyl.12
•difícil de reducir a teoría τέχνη Ph.Bel.49.19
•de difícil investigación ἡ περὶ πυρετῶν θεωρία por sus complejidad, Alex.Aphr.Febr.1.3.
German (Pape)
[Seite 681] schwer zu untersuchen, zu betrachten; Arist. H. A. 3, 2; Pol. 17, 13 u. sonst; Plut. S. N. V. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à examiner, à reconnaître.
Étymologie: δυσ-, θεωρέω.
Russian (Dvoretsky)
δυσθεώρητος: с трудом поддающийся рассмотрению, трудный для изучения или выяснения (ἡ τοῦ αἵματος φύσις Arst.; ἡ ἑκάστου προαίρεσις Polyb.; αἰτία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσθεώρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ θεωρήσῃ τις ἢ ἐννοήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 2, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσθεώρητος, -ον)
εκείνος, τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει κανείς σε όλη του την έκταση («χαῑρε βάθος δυσθεώρητον», Ακάθιστος Ύμνος)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή διορθώνεται («δυσθεώρητα χειρόγραφα», «δυσθεώρητοι λογαριασμοί»)
αρχ.
δυσνόητος.