θεοπρεπής: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui convient à un dieu, digne d'un dieu, magnifique.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[πρέπω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui convient à un dieu, digne d'un dieu, magnifique.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[πρέπω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεοπρεπής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[подобающий богам]], [[приличествующий божеству]], [[достойный бога или богини]] (Ἣρας [[δῶμα]] Pind.; [[πομπή]] Plut.; [[τέμενος]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> [[великолепный]], [[изумительный]] ([[θέαμα]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), [[κατάλληλος]], [[ταιριαστός]] σε θεό, σε Πίνδ.· επίρρ. -[[πῶς]], σε Λουκ. | |lsmtext='''θεοπρεπής:''' -ές ([[πρέπω]]), [[κατάλληλος]], [[ταιριαστός]] σε θεό, σε Πίνδ.· επίρρ. -[[πῶς]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θεο-πρεπής, ές [[πρέπω]]<br />[[meet]] for a god, Pind. adv. -πῶς, Luc. | |mdlsjtxt=θεο-πρεπής, ές [[πρέπω]]<br />[[meet]] for a god, Pind. adv. -πῶς, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, meet for a god, Ἥρας δῶμα Pi.N.10.2; πεδίον D.S.11.89; πομπή, μορφή, Plu.Dio28, 2.780a; ὀνόματα Max.Tyr.6.2; marvellous, θέαμα Plu.Alc.34, etc.; τὸ θ. τῶν διατεταγμένων Ph.2.137: Sup. -έστατος, ἄγαλμα Plu.2.780f. Adv. -πῶς IG5(1).1390.3 (Andania, i B.C.), D.S.4.2, Ph.1.154, al., Luc.Alex.15, etc.
German (Pape)
[Seite 1197] ές, einem Gotte angemessen, seiner würdig; Ἥρας δῶμα Pind. N. 10, 2; καὶ ἱερὰ πομπή Plut. Dio 28; πεδίον D. Sic. 11, 89, a. Sp. – Adv., θεοπρεπῶς ἐσταλμένος Luc. Alex. 15.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui convient à un dieu, digne d'un dieu, magnifique.
Étymologie: θεός, πρέπω.
Russian (Dvoretsky)
θεοπρεπής:
1) подобающий богам, приличествующий божеству, достойный бога или богини (Ἣρας δῶμα Pind.; πομπή Plut.; τέμενος Diod.);
2) великолепный, изумительный (θέαμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
θεοπρεπής: -ές, κατάλληλος, ἁρμόζων, πρέπων θεῷ, Ἥρας δῶμα Πίνδ. Ν. 10. 2∙ τέμενος Διόδ. 11. 89∙ πομπή, μορφὴ Πλούτ. Δίωνι 28., 2. 780Α∙ θαυμαστός, θέαμα ὁ αὐτ. Ἀλκιβ. 34, κτλ. - Ἐπίρρ. -πῶς, Λουκ. Ἀλεξ. 15.
English (Slater)
θεοπρεπής fit for a god Ἄργος Ἥρας δῶμα θεοπρεπὲς ὑμνεῖτε (N. 10.2)
Greek Monolingual
-ές (AM θεοπρεπής, -ές)
1. αυτός που αρμόζει σε θεό, ο θεϊκός
2. θαυμάσιος, θαυμαστός («θέαμα σεμνὸν καὶ θεοπρεπές», Πλούτ.)
επίρρ...
θεοπρεπώς (AM θεοπρεπῶς)
με θεοπρεπή τρόπο, με τρόπο που ταιριάζει σε θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ευπρεπής, μεγαλοπρεπής].
Greek Monotonic
θεοπρεπής: -ές (πρέπω), κατάλληλος, ταιριαστός σε θεό, σε Πίνδ.· επίρρ. -πῶς, σε Λουκ.