βλεπτός: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’il faut voir, digne d'être vu.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[βλέπω]].
|btext=ή, όν :<br />qu’il faut voir, digne d'être vu.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[βλέπω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βλεπτός]] -ή -όν [[βλέπω]] waard om te zien, waard om bekeken te worden.
}}
{{elru
|elrutext='''βλεπτός:''' [[достойный созерцания]]: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть?
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βλεπτός:''' -ή, -όν, αυτός που φαίνεται ή που αξίζει να κοιταχθεί, σε Σοφ.
|lsmtext='''βλεπτός:''' -ή, -όν, αυτός που φαίνεται ή που αξίζει να κοιταχθεί, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βλεπτός:''' [[достойный созерцания]]: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть?
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[βλέπω]]<br />to be [[seen]], [[worth]] [[seeing]], Soph.
|mdlsjtxt=[From [[βλέπω]]<br />to be [[seen]], [[worth]] [[seeing]], Soph.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βλεπτός]] -ή -όν [[βλέπω]] waard om te zien, waard om bekeken te worden.
}}
}}

Revision as of 11:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλεπτός Medium diacritics: βλεπτός Low diacritics: βλεπτός Capitals: ΒΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: bleptós Transliteration B: bleptos Transliteration C: vleptos Beta Code: blepto/s

English (LSJ)

ή, όν, to be seen, S.OT1337.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
digno de ser visto τί δῆτ' ἐμοὶ βλεπτὸν ἦν στερκτόν S.OT 1337.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’il faut voir, digne d'être vu.
Étymologie: adj. verb. de βλέπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλεπτός -ή -όν βλέπω waard om te zien, waard om bekeken te worden.

Russian (Dvoretsky)

βλεπτός: достойный созерцания: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть?

Greek (Liddell-Scott)

βλεπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, ἄξιος νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 1337.

Greek Monolingual

βλεπτός, -ή, -όν (Α) βλέπω
εκείνος τον οποίο μπορεί ή αξίζει να δει κανείς.

Greek Monotonic

βλεπτός: -ή, -όν, αυτός που φαίνεται ή που αξίζει να κοιταχθεί, σε Σοφ.

Middle Liddell

[From βλέπω
to be seen, worth seeing, Soph.