εὐτραπελία: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />disposition à plaisanter agréablement, plaisanterie aimable et spirituelle, enjouement.<br />'''Étymologie:''' [[εὐτράπελος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />disposition à plaisanter agréablement, plaisanterie aimable et spirituelle, enjouement.<br />'''Étymologie:''' [[εὐτράπελος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτρᾰπελία:''' ἡ [[реже]] pl.<br /><b class="num">1)</b> [[остроумие]], [[шутливость]] Plat., Arst., Diod., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[балагурство]], [[шутовство]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐτρᾰπελία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[πνεύμα]], [[χιούμορ]], [[ζωηρότητα]], [[ζωντάνια]], Λατ. [[urbanitas]], σε Αριστ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[προστυχιά]], βρωμιά, [[αισχρολογία]], [[βωμολοχία]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''εὐτρᾰπελία:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[πνεύμα]], [[χιούμορ]], [[ζωηρότητα]], [[ζωντάνια]], Λατ. [[urbanitas]], σε Αριστ., Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[προστυχιά]], βρωμιά, [[αισχρολογία]], [[βωμολοχία]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''εὐτρᾰπελία:''' ἡ [[реже]] pl.<br /><b class="num">1)</b> [[остроумие]], [[шутливость]] Plat., Arst., Diod., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[балагурство]], [[шутовство]] NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρᾰπελία Medium diacritics: εὐτραπελία Low diacritics: ευτραπελία Capitals: ΕΥΤΡΑΠΕΛΙΑ
Transliteration A: eutrapelía Transliteration B: eutrapelia Transliteration C: eftrapelia Beta Code: eu)trapeli/a

English (LSJ)

ἡ, A ready wit, liveliness, Hp.Decent.7, Pl.R.563a, Posidipp.28.5, Cic.Fam.7.32.1, D.S.15.6: pl., pleasantries, Demetr.Eloc.177; defined by Arist. as πεπαιδευμένη ὕβρις, Rh.1389b11, cf. EN1108a24; ἡ περὶ τὰς παιδιὰς καὶ τὰς ὁμιλίας εὐτραπελία Plu.Ant.43. 2 rarely in bad sense, = βωμολοχία, Ep.Eph.5.4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
disposition à plaisanter agréablement, plaisanterie aimable et spirituelle, enjouement.
Étymologie: εὐτράπελος.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρᾰπελία:реже pl.
1) остроумие, шутливость Plat., Arst., Diod., Plut.;
2) балагурство, шутовство NT.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρᾰπελία: ἡ, ἡ φύσις, τὸ ἰδίωμα τοῦ εὐτραπέλου, εὐφυΐα, ἀστειότης, ζωηρότης, Λατ. urbanitas, Ἱππ. 24. 3 ὑπὸ τοῦ Ἀριστοτέλους ὁριζομένη ὡς πεπαιδευμένη ὕβρις Ρητ. 2. 12, 16 (ἴδε ἐν λ. εὐτράπελοςοὕτως, ἡ περὶ τὰς παιδιὰς καὶ τὰς ὁμιλίας εὐτρ. Πλουτ. Ἀντ. 43. 2) σπανίως ἐπὶ κακῆς σημασίας, = βωμολοχία, Ἐπιστ. Παύλ. π. Ἐφεσ. ε΄. 4.

English (Strong)

from a compound of εὖ and a derivative of the base of τροπή (meaning well-turned, i.e. ready at repartee, jocose); witticism, i.e. (in a vulgar sense) ribaldry: jesting.

English (Thayer)

ἐυτραπελιας, ἡ (from εὐτράπελος, from εὖ, and τρέπω to turn: easily turning; nimble-witted, witty, sharp), pleasantry, humor, facetiousness (Hippocrates), Plato, rep. 8, p. 563a.; Diodorus 15,6; 20,63; Josephus, Antiquities 12,4, 3; Plutarch, others); in a bad sense, scurrility, ribaldry, low jesting (in which there is some acuteness): Aristotle, eth. 2,7, 13; (ἡ εὐτραπελία πεπαιδευμενη ὕβρις ἐστιν, rhet. 2,12, 16 (cf. Cope, in the place cited); cf. Trench, § xxxiv.; Matt. Arnold, Irish Essays etc., p. 187ff (Speech at Eton) 1882).

Greek Monolingual

η (Α εὐτραπελία) ευτράπελος
το ήθος, η ιδιότητα του ευτράπελου, αστειότητα, αστεϊσμός, φιλοπαιγμοσύνη, ειρωνική διάθεση ή έκφραση, χιούμορ
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ εὐτραπελίαι
η ευθυμία, οι αστειότητες
2. (με κακή σημ.) βωμολοχία.

Greek Monotonic

εὐτρᾰπελία: ἡ,
1. πνεύμα, χιούμορ, ζωηρότητα, ζωντάνια, Λατ. urbanitas, σε Αριστ., Πλούτ.
2. με αρνητική σημασία, προστυχιά, βρωμιά, αισχρολογία, βωμολοχία, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

εὐτρᾰπελία, ἡ,
1. wit, liveliness, Lat. urbanitas, Arist., Plut.
2. in bad sense, jesting, ribaldry, NTest.

Chinese

原文音譯:eÙtrapel⋯a 由-特拉胚利阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:好-歸回)
字義溯源:諧語,措詞巧妙,不適當嘲弄,粗俗戲笑,戲言,不合適的笑話;由(εὖ / εὖγε)=好)與(τροπή)=轉動)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善),而 (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉)
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 戲言(1) 弗5:4

English (Woodhouse)

versatility, conversational cleverness, power of amusing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)