δύσλοφος: Difference between revisions
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> pénible pour le cou, difficile à supporter;<br /><b>2</b> impatient du joug.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[λόφος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> pénible pour le cou, difficile à supporter;<br /><b>2</b> impatient du joug.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[λόφος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσλοφος:''' тяжелый для шеи, т. е. невыносимый, мучительный (πόνοι Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσλοφος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[βαρύς]] για τον τράχηλο, δυσβάσταχτος, [[ανυπόφορος]], σε Θέογν., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν υπομένει το [[ζυγό]]· επίρρ., ανυπόμονα, σε Ευρ. | |lsmtext='''δύσλοφος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[βαρύς]] για τον τράχηλο, δυσβάσταχτος, [[ανυπόφορος]], σε Θέογν., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν υπομένει το [[ζυγό]]· επίρρ., ανυπόμονα, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δύσ-λοφος, ον<br /><b class="num">I.</b> [[hard]] for the [[neck]], [[hard]] to [[bear]], Theogn., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[impatient]] of the [[yoke]]: adv., [[impatiently]], Eur. | |mdlsjtxt=δύσ-λοφος, ον<br /><b class="num">I.</b> [[hard]] for the [[neck]], [[hard]] to [[bear]], Theogn., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[impatient]] of the [[yoke]]: adv., [[impatiently]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A hard for the neck, hard to bear, ζεύγλη, ζυγόν, Thgn.848, 1024; χείρ B.12.46; δ. φρενί prob. l. in S.Ichn.4; δυσλοφωτέρους πόνους A.Pr.931. II impatient of the yoke, ἡμίονοι Ael.NA16.9. Adv. -φως, φέρειν E.Tr.303.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de cosas o abstr., en sent. fís. duro, doloroso para el cuello ζεύγλη Thgn.848, ζυγόν Thgn.1024, χείρ de Heracles, B.13.46
•en sent. moral doloroso, humillante δυσλοφώτεροι πόνοι A.Pr.931, ὄν[ειδος ἄλλο δύσ] λοφον φρενί S.Fr.314.10 (l.p.).
2 de anim. que es de cuello difícil, difícil de uncir ἡμίονοι Ael.NA 16.9.
II adv. -ως con humillación, penosamente τοὐλεύθερον ... δ. φέρει κακά E.Tr.303.
German (Pape)
[Seite 683] 1) schwer für den Nacken, nackenbeschwerend, ζεύγλη, Theogn. 846; πόνοι, Aesch. Prom. 930. – 2) den Nacken ungern unters Joch beugend, widerspänstig, αὐχήν, Theogn. 1019; ἡμίονοι, Ael. H. A. 16, 11; – δυσλόφως φέρειν κακά, Eur. Tr. 302.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 pénible pour le cou, difficile à supporter;
2 impatient du joug.
Étymologie: δυσ-, λόφος.
Russian (Dvoretsky)
δύσλοφος: тяжелый для шеи, т. е. невыносимый, мучительный (πόνοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δύσλοφος: -ον, βαρύς, δυσάρεστος, εἰς τὸν τράχηλον, δυσφόρητος, ζεύγλη, ζυγὸς Θέογν. 846, 1018, Βακχυλ. 12. 46 (13) (Blass)·δυσλοφωτέρους πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 931. ΙΙ. ὁ μὴ ὑπομένων τὸν ζυγόν, ἡμίονοι Αἰλ. π. Ζ. 16. 9, ― Ἐπίρρ., -φως φέρειν Εὐρ. Τρῳ. 303.
Greek Monolingual
δύσλοφος, -ον (Α)
1. βαρύς, δυσάρεστος στον τράχηλο («δύσλοφος ζυγός»)
2. αυτός που δεν υπομένει ζυγό («δύσλοφοι ἡμίονοι»).
Greek Monotonic
δύσλοφος: -ον, I. βαρύς για τον τράχηλο, δυσβάσταχτος, ανυπόφορος, σε Θέογν., Αισχύλ.
II. αυτός που δεν υπομένει το ζυγό· επίρρ., ανυπόμονα, σε Ευρ.
Middle Liddell
δύσ-λοφος, ον
I. hard for the neck, hard to bear, Theogn., Aesch.
II. impatient of the yoke: adv., impatiently, Eur.