εὔθρονος: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰθρονος]];<br />ος, ον :<br />au beau siège.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θρόνος]]. | |btext=<i>épq.</i> [[ἐΰθρονος]];<br />ος, ον :<br />au beau siège.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θρόνος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔθρονος:''' эп. [[ἐΰθρονος]] 2 восседающий на прекрасном престоле ([[Ἠώς]] Hom.; [[Ἀφροδίτη]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔθρονος:''' Επικ. ἐΰ-θρ-, -ον, αυτός που έχει όμορφο θρόνο, σε Όμηρ. | |lsmtext='''εὔθρονος:''' Επικ. ἐΰ-θρ-, -ον, αυτός που έχει όμορφο θρόνο, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=with [[beautiful]] [[throne]], Hom. | |mdlsjtxt=with [[beautiful]] [[throne]], Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 3 October 2022
English (LSJ)
Ep. ἐΰθρονος, ον, with beautiful seat or throne, ἐΰθρονος Ἠώς Il.8.565, Od.6.48, al.; Ἀφροδίτα Pi.I.2.5; Ὧραι Id.P.9.60, cf. B.15.3, etc.
German (Pape)
[Seite 1069] ep. ἐΰθρονος, mit schönem Sitz, schönthronend, Eos, Il. 8, 565 Od. 6, 48. 15, 495. 17, 497; Ἀφροδίτη Pind. I. 2, 5, Κλειώ N. 3, 79, Ώραι P. 9, 62, Κάδμου κοῦραι Ol. 2, 22; μήτηρ πάντων ἀθανάτων Ap. Rh. 1, 1094 u. Orph.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰθρονος;
ος, ον :
au beau siège.
Étymologie: εὖ, θρόνος.
Russian (Dvoretsky)
εὔθρονος: эп. ἐΰθρονος 2 восседающий на прекрасном престоле (Ἠώς Hom.; Ἀφροδίτη Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔθρονος: Ἐπικ. ἐΰθρονος, ον, ἔχων ὡραῖον θρόνον, ἐΰθρονος Ἠὼς Ἰλ. Θ. 565, Ὀδ. Ζ. 48, Ο. 495, Ρ. 497· Ἀφροδίτη Πινδ. Ι. 2. 8· Ὧραι ὁ αὐτ. ἐν Π. 9. 105, κλ.
English (Slater)
εὔθρονος, -ον on splendid thrones εὐθρόνοις Κάδμοιο κούραις (εὔφρονος Π.) (O. 2.22) “εὐθρόνοις ὥραισι” (P. 9.60) εὐθρόνου Κλεοῦς (N. 3.83) Ἀφροδίτας εὐθρόνου (I. 2.5) ]εὐθρονῳ[ Θρ. 2. 2.
Greek Monolingual
εὔθρονος και ἐΰθρονος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο θρόνο («ἐΰθρονος Ἠώς», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
εὔθρονος: Επικ. ἐΰ-θρ-, -ον, αυτός που έχει όμορφο θρόνο, σε Όμηρ.