βροτόεις: Difference between revisions
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όεσσα, όεν;<br />couvert de sang.<br />'''Étymologie:''' [[βρότος]]. | |btext=όεσσα, όεν;<br />couvert de sang.<br />'''Étymologie:''' [[βρότος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βροτόεις]] -εσσα -εν [[βρότος]] bloederig. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βροτόεις:''' όεσσα, όεν [[βρότος]] залитый кровью, окровавленный ([[ἔναρα]] Hom., Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βροτόεις:''' -εσσα, -εν ([[βρότος]]), λεκιασμένος με ανθρώπινο [[αίμα]], κηλιδωμένος, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''βροτόεις:''' -εσσα, -εν ([[βρότος]]), λεκιασμένος με ανθρώπινο [[αίμα]], κηλιδωμένος, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[βρότος]]<br />[[gory]], [[blood]]-boltered, Il. | |mdlsjtxt=[[βρότος]]<br />[[gory]], [[blood]]-boltered, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 3 October 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, (βρότος) A gory, ἔναρα Il.6.480, etc.; ἀνδράγρια 14.509. II = βρότειος, Nonn.D.47.431 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
humano μέλεα Stesich.15.2.13S., δέμας Nonn.D.47.431 (v.l.), cf. βροτός.
-εσσα, -εν
sangriento, ἔναρα Il.6.480, 8.534, Hes.Sc.367, ἀνδράγρια Il.14.509, ὠτειλή Hom.Fr.8, cf. βρότος.
German (Pape)
[Seite 465] εσσα, εν, blutig, blutbespritzt; Hom. ἔναρα βροτόεντα Iliad. 6, 480. 8, 534. 10, 528. 570. 15, 347. 17, 13. 540. 22, 245; βροτόεντ' ἀνδράγρια Iliad. 14, 509; – ἔναρα βροτόεντα Hesiod. Scut. 367.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
couvert de sang.
Étymologie: βρότος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βροτόεις -εσσα -εν βρότος bloederig.
Russian (Dvoretsky)
βροτόεις: όεσσα, όεν βρότος залитый кровью, окровавленный (ἔναρα Hom., Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
βροτόεις: εσσα, εν, (βρότος) ᾑματωμένος, κεκηλιδωμένος μὲ ἀνθρώπινον αἷμα, ἐπὶ τοῦ ὁπλισμοῦ τῶν φονευθέντων, ἔναρα Ἰλ. Ζ.480, κτλ.· ἀνδράγρια Ξ. 509.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
βροτόεις, -εσσα, -εν (Α) βρότος
κηλιδωμένος με ανθρώπινο αίμα.
Greek Monotonic
βροτόεις: -εσσα, -εν (βρότος), λεκιασμένος με ανθρώπινο αίμα, κηλιδωμένος, σε Ομήρ. Ιλ.