δόνημα: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />secousse, agitation.<br />'''Étymologie:''' [[δονέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />secousse, agitation.<br />'''Étymologie:''' [[δονέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δόνημα:''' ατος τό колыхание, качание (δένδρου Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δόνημα:''' -ατος, τό, [[ταραχή]], [[σείσιμο]], [[κίνηση]], <i>δένδρου</i>, σε Λουκ.
|lsmtext='''δόνημα:''' -ατος, τό, [[ταραχή]], [[σείσιμο]], [[κίνηση]], <i>δένδρου</i>, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δόνημα:''' ατος τό колыхание, качание (δένδρου Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δόνημα]], ατος, τό, <i>n</i> [from [[δονέω]]<br />an [[agitation]], [[waving]], δένδρου Luc.
|mdlsjtxt=[[δόνημα]], ατος, τό, <i>n</i> [from [[δονέω]]<br />an [[agitation]], [[waving]], δένδρου Luc.
}}
}}

Revision as of 13:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόνημα Medium diacritics: δόνημα Low diacritics: δόνημα Capitals: ΔΟΝΗΜΑ
Transliteration A: dónēma Transliteration B: donēma Transliteration C: donima Beta Code: do/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, agitation, waving, δένδρου Luc.Salt.19.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
agitación δένδρου Luc.Salt.19, cf. Hdn.Gr.1.353, 2.935.

German (Pape)

[Seite 657] τό, Bewegung, Erschütterung, Lucian. Salt. 19.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
secousse, agitation.
Étymologie: δονέω.

Russian (Dvoretsky)

δόνημα: ατος τό колыхание, качание (δένδρου Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

δόνημα: τό, ταραχή, διάσεισις, κίνησις δένδρου Λουκ. Ὀρχ. 19.

Greek Monolingual

το (AM δόνημα)
δόνηση, τράνταγμα.

Greek Monotonic

δόνημα: -ατος, τό, ταραχή, σείσιμο, κίνηση, δένδρου, σε Λουκ.

Middle Liddell

δόνημα, ατος, τό, n [from δονέω
an agitation, waving, δένδρου Luc.