εὔμυκος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mugit fortement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μυκάομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui mugit fortement.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μυκάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔμῡκος:''' [[громко ревущий]] (βουκόλια Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔμῡκος:''' -ον ([[μυκάομαι]]), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει [[δυνατά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''εὔμῡκος:''' -ον ([[μυκάομαι]]), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει [[δυνατά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔμῡκος:''' [[громко ревущий]] (βουκόλια Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὔ-μῡκος, ον [[μυκάομαι]]<br />[[loud]]-bellowing, Anth.
|mdlsjtxt=εὔ-μῡκος, ον [[μυκάομαι]]<br />[[loud]]-bellowing, Anth.
}}
}}

Revision as of 13:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμῡκος Medium diacritics: εὔμυκος Low diacritics: εύμυκος Capitals: ΕΥΜΥΚΟΣ
Transliteration A: eúmykos Transliteration B: eumykos Transliteration C: eymykos Beta Code: eu)/mukos

English (LSJ)

ον, loud-bellowing, AP6.255 (Eryc., dub. l.); βουκόλια ib.9.104 (Alph.).

German (Pape)

[Seite 1081] laut brüllend, βουκόλια Alph. 9 (IX, 104); κλισίη, Eryci. 3 (VI, 255); ἠϊόνες probl. arithm. 15 (XIV, 121).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mugit fortement.
Étymologie: εὖ, μυκάομαι.

Russian (Dvoretsky)

εὔμῡκος: громко ревущий (βουκόλια Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔμῡκος: -ον, ἠχηρῶς μυκώμενος, Ἀνθ. Π. 6. 255., 9. 104.

Greek Monolingual

εὔμυκος, -ον (Α)
αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερίμυχος, μεγάμυκος].

Greek Monotonic

εὔμῡκος: -ον (μυκάομαι), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει δυνατά, σε Ανθ.

Middle Liddell

εὔ-μῡκος, ον μυκάομαι
loud-bellowing, Anth.