εὐχωλιμαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />lié par un vœu.<br />'''Étymologie:''' [[εὐχωλή]].
|btext=α, ον :<br />lié par un vœu.<br />'''Étymologie:''' [[εὐχωλή]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐχωλῐμαῖος:''' [[связавший себя обетом]] Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐχωλῐμαῖος:''' -α, -ον, δεσμευμένος από [[τάμα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''εὐχωλῐμαῖος:''' -α, -ον, δεσμευμένος από [[τάμα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐχωλῐμαῖος:''' [[связавший себя обетом]] Her.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐχωλῐμαῖος, η, ον [from [[εὐχωλή]]<br />[[bound]] by a vow, Hdt.
|mdlsjtxt=εὐχωλῐμαῖος, η, ον [from [[εὐχωλή]]<br />[[bound]] by a vow, Hdt.
}}
}}

Revision as of 13:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχωλῐμαῖος Medium diacritics: εὐχωλιμαῖος Low diacritics: ευχωλιμαίος Capitals: ΕΥΧΩΛΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: euchōlimaîos Transliteration B: euchōlimaios Transliteration C: efcholimaios Beta Code: eu)xwlimai=os

English (LSJ)

α, ον,
A bound by a vow, under a vow, Hdt.2.63; used as translation of Celtic soldurii, Nic.Dam.Fr.80 J.
2εὐχωλιμαῖαι θέαι = votive spectacles, Lat. ludi votivi, D.C.79.9.
II = εὐκταῖος, yearned, longed for, Poll.5.130.

German (Pape)

[Seite 1111] 11 durch ein Gelübde verpflichtet, Her. 2, 63, dem εὐχωλὴν ἐπιτελέοντες entsprechend; vgl. Ath. VI, 249 b; θέαι, ludi votivi, D. Cass. 79, 9. – 2) erwünscht, = εὐκταῖος, Poll. 5, 130.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
lié par un vœu.
Étymologie: εὐχωλή.

Russian (Dvoretsky)

εὐχωλῐμαῖος: связавший себя обетом Her.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχωλῐμαῖος: -α, -ον, διατελῶν ὑπὸ εὐχήν, τάξιμον, οἱ εὐχωλιμαῖοι Ἡρόδ. 2. 63, ὅστις ὀλίγον ἀνωτέρω δίδει καὶ τὴν ἑρμηνείαν, εὐχωλὰς ἐπιτελέοντες: - τὸ εὐχωλιμαῖοι χρησιμεύει πρὸς μετάφρασιν τῆς Γαλατικῆς λέξεως σιλόδουροι, Νικόλ. Δαμασκην. παρ’ Ἀθην. 249Β. 2) εὐχ. θέαι, Λατ. ludi votivi, Δίων Κ. 79. 9. ΙΙ. = εὐκταῖος, εὐκτός, ἐπιθυμητός, Πολυδ. Ε΄, 130.

Greek Monolingual

εὐχωλιμαῖος, -ον (Α) ευχωλή
1. αυτός που είναι υποχρεωμένος με υπόσχεση να κάνει θυσία
2. επιθυμητός, ευκταίος
3. ευκτήριος, αυτός που γίνεται, που τελείται ύστερα από ευχή («ταῖς εὐχωλιμαίαις θέαις», Δίων Κάσσ).

Greek Monotonic

εὐχωλῐμαῖος: -α, -ον, δεσμευμένος από τάμα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

εὐχωλῐμαῖος, η, ον [from εὐχωλή
bound by a vow, Hdt.