καρτερόχειρ: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br />aux fortes mains, aux mains puissantes.<br />'''Étymologie:''' [[καρτερός]], [[χείρ]].
|btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br />aux fortes mains, aux mains puissantes.<br />'''Étymologie:''' [[καρτερός]], [[χείρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''καρτερόχειρ:''' χειρος adj. с сильной рукой ([[Ἄρης]] Hom.; [[βασιλεύς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρτερόχειρ:''' χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[δυνατά]] χέρια, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''καρτερόχειρ:''' χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[δυνατά]] χέρια, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''καρτερόχειρ:''' χειρος adj. с сильной рукой ([[Ἄρης]] Hom.; [[βασιλεύς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καρτερό-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,<br />[[strong]]-handed, Hhymn.
|mdlsjtxt=καρτερό-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,<br />[[strong]]-handed, Hhymn.
}}
}}

Revision as of 13:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερόχειρ Medium diacritics: καρτερόχειρ Low diacritics: καρτερόχειρ Capitals: ΚΑΡΤΕΡΟΧΕΙΡ
Transliteration A: karterócheir Transliteration B: karterocheir Transliteration C: karterocheir Beta Code: kartero/xeir

English (LSJ)

καρτερόχειρος, , ἡ, strong-handed, Ἄρης h.Hom.8.3; βασιλεύς AP9.210.4.

German (Pape)

[Seite 1331] ειρος, starkhändig, mit starker Hand, muthig angreifend; Ares H. h. 7, 3; βασιλεύς Ep. ad. 590 (IX, 210).

French (Bailly abrégé)

χειρος (ὁ, ἡ)
aux fortes mains, aux mains puissantes.
Étymologie: καρτερός, χείρ.

Russian (Dvoretsky)

καρτερόχειρ: χειρος adj. с сильной рукой (Ἄρης Hom.; βασιλεύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καρτερόχειρ: ειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἰσχυρὰν χεῖρα, Ἄρης Ὁμ. Ὑμν. 7. 3· βασιλεὺς Ἀνθ. Π. 9. 210.

Greek Monolingual

καρτερόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτὸς που έχει δυνατά χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + χείρ.

Greek Monotonic

καρτερόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει δυνατά χέρια, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

καρτερό-χειρ, χειρος, ὁ, ἡ,
strong-handed, Hhymn.