νουθέτησις: Difference between revisions

From LSJ

εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'avertir, d'admonester.<br />'''Étymologie:''' [[νουθετέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'avertir, d'admonester.<br />'''Étymologie:''' [[νουθετέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νουθέτησις:''' εως ἡ [[увещевание]], [[наставления]], [[уговоры]] Eur., Plat. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νουθέτησις:''' ἡ, [[συμβουλή]], [[παραίνεση]], [[προειδοποίηση]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''νουθέτησις:''' ἡ, [[συμβουλή]], [[παραίνεση]], [[προειδοποίηση]], σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''νουθέτησις:''' εως ἡ [[увещевание]], [[наставления]], [[уговоры]] Eur., Plat. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:57, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθέτησις Medium diacritics: νουθέτησις Low diacritics: νουθέτησις Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΣΙΣ
Transliteration A: nouthétēsis Transliteration B: nouthetēsis Transliteration C: nouthetisis Beta Code: nouqe/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ, admonition, warning, Eup.66; διδαχὴ καὶ ν. Pl.R.399b, Epicur.Nat.72 G.; ῥάβδου ν. Pl.Lg.700c, etc.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'avertir, d'admonester.
Étymologie: νουθετέω.

Russian (Dvoretsky)

νουθέτησις: εως ἡ увещевание, наставления, уговоры Eur., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

νουθέτησις: ἡ, συμβουλή, παραίνεσις, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1256, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 27, Πλάτ. Πολ. 393Β· ῥάβδου ν. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 700C, κτλ.· - ὁ τύπος νουθετισμὸς ἐν Μενάνδρ. Ἀδήλ. 398, ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ Πολυδ. Θ΄, 139 «φαῦλος γὰρ ὁ Μενάνδρου νουθετισμός, ἐπίπληξις δὲ καὶ σωφρονισμὸς καὶ ἐπιτίμησις» κτλ. - Ὁ Φώτ. ἔχει: νουθετησμὸν διὰ τοῦ η, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 511.

Greek Monotonic

νουθέτησις: ἡ, συμβουλή, παραίνεση, προειδοποίηση, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

νουθέτησις, ιος, ἡ,
admonition, warning, Eur., Plat., etc.

English (Woodhouse)

admonition, chastening, counsel, rebuke

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)