μελαγχολικός: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />d'un caractère mélancolique, d'humeur sombre.<br />'''Étymologie:''' [[μελαγχολία]]. | |btext=ή, όν :<br />d'un caractère mélancolique, d'humeur sombre.<br />'''Étymologie:''' [[μελαγχολία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελαγχολικός:''' [[одержимый меланхолией]], [[пораженный тяжелым безумием]] Plat., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελαγχολικός:''' -ή, -όν, [[μελαγχολικός]], [[χολερικός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''μελαγχολικός:''' -ή, -όν, [[μελαγχολικός]], [[χολερικός]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μελαγχολικός]], ή, όν<br />atrabilious, [[choleric]], Plat. [from [[μελάγχολος]] | |mdlsjtxt=[[μελαγχολικός]], ή, όν<br />atrabilious, [[choleric]], Plat. [from [[μελάγχολος]] | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of atrabilious or melancholic temperament, τὰ μ. Hp.Aph.3.20; οἱ μ. ib.4.9; opp. πικρόχολος, Id.Acut.61. Adv. -κῶς Id.Prorrh.1.14, Coac.92, etc. II atrabilious, impulsive, Pl.R.573c, Arist.EN1152a19.
German (Pape)
[Seite 118] ή, όν, zu schwarzer Galle gehörig, zum Tiefsinn, zur Melancholie geneigt; Plat. Rep. IX, 573 c; Hippocr., Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'un caractère mélancolique, d'humeur sombre.
Étymologie: μελαγχολία.
Russian (Dvoretsky)
μελαγχολικός: одержимый меланхолией, пораженный тяжелым безумием Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγχολικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κρᾶσιν μελαγχολικήν, τὰ μ. Ἱππ. Ἀφ. 1248· οἱ μ. αὐτόθι 1249· ἀντίθετ. τῷ πικρόχολος, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱππ. 68C, κτλ. ΙΙ. ὁ ἔχων μέλαιναν τὴν χολήν, Πλάτ. Πολ. 573C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM μελαγχολικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που προξενεί μελαγχολία, βαρυθυμία, ακεφιά («μελαγχολικός καιρός»)
2. αυτός που πάσχει από μελαγχολία
νεοελλ.-μσν.
βαρύθυμος, σκυθρωπός, άκεφος
μσν.
1. αυτός που έχει δεχθεί έγχυση χολής στο αίμα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελαγχολικόν
ασθένεια που προέρχεται από έγχυση χολής στο αίμα
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από την ασθένεια μελαγχολία
2. υποχονδριακός.
επίρρ...
μελαγχολικώς και -ά (Α μελαγχολικῶς)
με μελαγχολικό τρόπο, με μελαγχολία, με δυσθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος. Για σημασιολογικά σχόλια βλ. λ. μελαγχολία. Τη λ. δανείστηκαν οι άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. melancholic, γαλλ. melancholique).
Greek Monotonic
μελαγχολικός: -ή, -όν, μελαγχολικός, χολερικός, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μελαγχολικός, ή, όν
atrabilious, choleric, Plat. [from μελάγχολος