λέμμα: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on pèle.<br />'''Étymologie:''' R. Λεπ, cf. [[λέπω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on pèle.<br />'''Étymologie:''' R. Λεπ, cf. [[λέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λέμμα:''' ατος τό [[λέπω]]<br /><b class="num">1)</b> [[кожица]], [[оболочка]] (τῶν σαρκῶν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> скорлупа, (sc. τοῦ [[ᾠοῦ]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λέμμα:''' -ατος, τό ([[λέπω]]), αυτό που απολεπίζεται, αυτό που αφαιρείται κατά την [[απολέπιση]], [[φλοιός]], [[δέρμα]], [[λέπι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λέμμα:''' -ατος, τό ([[λέπω]]), αυτό που απολεπίζεται, αυτό που αφαιρείται κατά την [[απολέπιση]], [[φλοιός]], [[δέρμα]], [[λέπι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λέμμα:''' ατος τό [[λέπω]]<br /><b class="num">1)</b> [[кожица]], [[оболочка]] (τῶν σαρκῶν Plat.);<br /><b class="num">2)</b> скорлупа, (sc. τοῦ [[ᾠοῦ]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέμμα Medium diacritics: λέμμα Low diacritics: λέμμα Capitals: ΛΕΜΜΑ
Transliteration A: lémma Transliteration B: lemma Transliteration C: lemma Beta Code: le/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (λέπω) A that which is peeled off, rind, husk, peel, Hp.Mul. 2.117, Ar.Av.674, Alex.266.3; τῆς… σαρκοειδοῦς φύσεως λ. Pl.Ti. 76a. 2 ἰχθύων λέμματα scales, Poll.6.51. 3 metaph., a mere husk, of one who has been swindled, Anaxil.33.5.

German (Pape)

[Seite 28] τό, das Abgeschälte, die Rinde, Schale; σικύης, Hippocr.; θέρμων, Alexis bei Ath. II, 55 c; vom Ei, Ar. Av. 673, wie Ael. H. A. 4, 12; Plat. sagt τῆς σαρκοειδοῦς φύσεως λέμμα τὸ νῦν λεγόμενον δέρμα, Tim. 76 a; ἰχθύων, Schuppen, Poll. 6, 51.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on pèle.
Étymologie: R. Λεπ, cf. λέπω.

Russian (Dvoretsky)

λέμμα: ατος τό λέπω
1) кожица, оболочка (τῶν σαρκῶν Plat.);
2) скорлупа, (sc. τοῦ ᾠοῦ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

λέμμα: τό, (λέπω) τὸ ἀπολεπιζόμενον, τὸ ἐκλεπιζόμενον, τὸ ἀφαιρούμενον κατὰ τὴν ἀπολέπισιν, φλοιός, λεπίς, «λέπι», κτλ., Ἱππ. 641. 41, Ἀριστοφ. Ὄρν. 674, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 9· τῆς... σαρκοειδοῦς φύσεως λ. Πλάτ. Τίμ. 76Α. 2) μεταφ., = ἁπλοῦς φλοιός, «φλοῦδι» ἄνευ ἐσωτερικῆς οὐσίας, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀκάκου, οὗ τὴν περιουσίαν κατέφαγον οἱ κόλακες, ὡς οἱ σκώληκες τὰ ἐντὸς τοῦ σίτου, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5.

Greek Monolingual

λέμμα, τὸ (Α)
1. φλοιός, φλούδα
2. μτφ. αφελής άνθρωπος
3. φρ. «ἰχθύων λέμματα» — τα λέπια τών ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λεμ- (πρβλ. λέ-λεμ-μαι, παθ. παρακμ. του λέπω «ξεφλουδίζω») + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

λέμμα: -ατος, τό (λέπω), αυτό που απολεπίζεται, αυτό που αφαιρείται κατά την απολέπιση, φλοιός, δέρμα, λέπι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λέμμα, ατος, τό, λέπω
that which is peeled off, peel, husk, skin, scale, Ar.

English (Woodhouse)

husk, peel, what is peeled off

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)