μεταπέμπω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=envoyer vers;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταπέμπομαι (<i>ao.</i> μετεπεμψάμην) envoyer à la recherche de, mander, envoyer chercher.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πέμπω]].
|btext=envoyer vers;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταπέμπομαι (<i>ao.</i> μετεπεμψάμην) envoyer à la recherche de, mander, envoyer chercher.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[πέμπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπέμπω:''' преимущ. med. посылать за (кем-л.), вызывать, призывать, приглашать (τοὺς φίλους Arph.; μετεπέμψατο [[Ἀστυάγης]] τὴν [[ἑαυτοῦ]] θυγατέρα Xen.; [[ἦλθον]] μεταπεμφθείς NT): Ἀγαμέμνονος πέμψαντος [[μέτα]] (in tmesi с анастрофой) Eur. так как Агамемнон послал (за мной).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] κάποιον για κάποιο σκοπό, σε Ευρ., Αριστοφ.· [[αποστέλλω]], [[κλητεύω]], [[στέλνω]] και [[προσκαλώ]], Λατ. arcessere, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και ο Μέσ. — Παθ., αόρ. αʹ <i>μεταπεμφθῆναι</i>, είμαι [[απεσταλμένος]], σε Δημ.
|lsmtext='''μεταπέμπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στέλνω]] κάποιον για κάποιο σκοπό, σε Ευρ., Αριστοφ.· [[αποστέλλω]], [[κλητεύω]], [[στέλνω]] και [[προσκαλώ]], Λατ. arcessere, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως και ο Μέσ. — Παθ., αόρ. αʹ <i>μεταπεμφθῆναι</i>, είμαι [[απεσταλμένος]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπέμπω:''' преимущ. med. посылать за (кем-л.), вызывать, призывать, приглашать (τοὺς φίλους Arph.; μετεπέμψατο [[Ἀστυάγης]] τὴν [[ἑαυτοῦ]] θυγατέρα Xen.; [[ἦλθον]] μεταπεμφθείς NT): Ἀγαμέμνονος πέμψαντος [[μέτα]] (in tmesi с анастрофой) Eur. так как Агамемнон послал (за мной).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj