λέπαργος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui a la peau blanche, blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λέπος]], [[ἀργός]]. | |btext=ος, ον :<br />qui a la peau blanche, blanc.<br />'''Étymologie:''' [[λέπος]], [[ἀργός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λέπαργος:''' [[с белым оперением или шерстью]], [[белый]] ([[κίρκος]] Aesch.; sc. [[μοσχίον]] Theocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λέπαργος:''' -ον ([[λέπος]]), αυτός που έχει [[λευκό]] [[δέρμα]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''λέπαργος:''' -ον ([[λέπος]]), αυτός που έχει [[λευκό]] [[δέρμα]], σε Θεόκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λέπ-αργος, ον [[λέπος]]<br />with [[white]] [[coat]], Theocr. | |mdlsjtxt=λέπ-αργος, ον [[λέπος]]<br />with [[white]] [[coat]], Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (λέπος) A with white coat or feathers, κίρκος A.Fr.304.5; of a sheep or goat, Theoc.4.45. II as substantive, λ., ὁ, of an ass, Nic.Th.349.
German (Pape)
[Seite 29] mit weißem Fell, weißgrau; vom Esel, Nic. Ther. 349; κίρκος, Aesch. frg. 291; Theocr. 4, 45; auch vom Schnee, VLL. Die Alten führen es aber zum Theil auch auf λαπάρας ἔχων λευκάς zurück, weißbäuchig.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a la peau blanche, blanc.
Étymologie: λέπος, ἀργός.
Russian (Dvoretsky)
λέπαργος: с белым оперением или шерстью, белый (κίρκος Aesch.; sc. μοσχίον Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
λέπαργος: -ον, (λέπος) ἔχων λευκὸν δέρμα ἢ λευκὰ πτερά, κίρκος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 5· ἐπὶ τράγου, ὁ λευκοκοίλιος ἢ λευκόπλευρος, Θεόκρ. 4. 45· ― ὡς οὐσιαστ., λέπαργος, ὁ, ἐπὶ ὄνου, Νικ. Θηρ. 349, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
λέπαργος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει λευκό δέρμα ή λευκά φτερά («λέπαργος κίρκος», Αισχύλ.)
2. αυτός που έχει λευκή κοιλιά ή λευκά πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέπος + ἀργός «στιλπνός, λευκός» (πρβλ. κνήμαργος, πύγαργος)].
Greek Monotonic
λέπαργος: -ον (λέπος), αυτός που έχει λευκό δέρμα, σε Θεόκρ.