μειδίαμα: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />le sourire.<br />'''Étymologie:''' [[μειδιάω]].
|btext=ατος (τό) :<br />le sourire.<br />'''Étymologie:''' [[μειδιάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μειδίᾱμα:''' ατος τό Plut., Luc. = [[μείδημα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μειδίᾱμα:''' -ατος, τό, [[χαμόγελο]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''μειδίᾱμα:''' -ατος, τό, [[χαμόγελο]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μειδίᾱμα:''' ατος τό Plut., Luc. = [[μείδημα]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μειδίᾱμα, ατος, τό,<br />a [[smile]], Plut., Luc. from [[μειδιάω]]
|mdlsjtxt=μειδίᾱμα, ατος, τό,<br />a [[smile]], Plut., Luc. from [[μειδιάω]]
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειδίᾱμα Medium diacritics: μειδίαμα Low diacritics: μειδίαμα Capitals: ΜΕΙΔΙΑΜΑ
Transliteration A: meidíama Transliteration B: meidiama Transliteration C: meidiama Beta Code: meidi/ama

English (LSJ)

ατος, τό, smile, smiling, smirk, grin, Luc.Bis Acc.28: pl., Plu.Sull. 35, Corn.ND24:—also μειδίασις, -εως, ἡ, Poll.6.199, Porph.Abst.4.6:

German (Pape)

[Seite 115] τό, = μείδημα, Luc. bis accus. 28, Long. u. a. Sp.; im plur. Plut. Sull. 35.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
le sourire.
Étymologie: μειδιάω.

Russian (Dvoretsky)

μειδίᾱμα: ατος τό Plut., Luc. = μείδημα.

Greek (Liddell-Scott)

μειδίᾱμα: τό, «χαμόγελο», Λουκ. Δὶς Κατηγ. 28, Πλουτ. Σύλλας 35· παρ’ Ἡσυχ. μειδίασμα· ― μειδίᾱσις, εως, ἡ, καὶ μειδιασμός, οῦ, ὁ, μειδίαμα, «χαμόγελο», Πολυδ. ϛʹ, 199· ― μειδιαστικός, ή, όν, ὁ ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ μειδιᾶν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 27.

Greek Monolingual

και μειδίασμα, το (ΑM μειδίαμα, Α και μειδίασμα) μειδιώ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μειδιώ, ελαφρό γέλιο, χαμόγελο
νεοελλ.
ειρωνικό χαμόγελο («με το μειδίαμα στα χείλη μέ κοίταξε και έφυγε»).

Greek Monotonic

μειδίᾱμα: -ατος, τό, χαμόγελο, σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

μειδίᾱμα, ατος, τό,
a smile, Plut., Luc. from μειδιάω