λᾶϊγξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=λάϊγγος (ἡ) :<br />petite pierre.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]].
|btext=λάϊγγος (ἡ) :<br />petite pierre.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]].
}}
{{elru
|elrutext='''λᾶϊγξ:''' ϊγγος ἡ камешек Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λᾶϊγξ:''' -γγος, ἡ, υποκορ. του [[λᾶας]], [[μικρός]] [[λίθος]], [[βότσαλο]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''λᾶϊγξ:''' -γγος, ἡ, υποκορ. του [[λᾶας]], [[μικρός]] [[λίθος]], [[βότσαλο]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λᾶϊγξ:''' ϊγγος ἡ камешек Hom.
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾶϊγξ Medium diacritics: λᾶϊγξ Low diacritics: λάϊγξ Capitals: ΛΑΪΓΞ
Transliteration A: lâïnx Transliteration B: lainx Transliteration C: laigks Beta Code: la=i+gc

English (LSJ)

ιγγος, ἡ, Dim. of λᾶας, A small stone, pebble, λάϊγγες Od.5.433; λάϊγγας 6.95. II generally, stone, A.R.1.402, al.

French (Bailly abrégé)

λάϊγγος (ἡ) :
petite pierre.
Étymologie: λᾶας.

Russian (Dvoretsky)

λᾶϊγξ: ϊγγος ἡ камешек Hom.

Greek (Liddell-Scott)

λᾶϊγξ: γγος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ λᾶας, μικρὸς λίθος, «λιθάρι», λάϊγγες, Ὀδ. Ε. 433· λάϊγγας, Ζ. 95. ΙΙ. καθόλου, λίθος, Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 402, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

λᾱϊγξ, -ιγγος, ἡ (Α)
1. μικρός λίθος, λιθάρι
2. (γενικά) λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + εκφραστικό επίθημα -ιγξ (πρβλ. στρόφιγξ, φύσιγξ)].

Greek Monotonic

λᾶϊγξ: -γγος, ἡ, υποκορ. του λᾶας, μικρός λίθος, βότσαλο, σε Ομήρ. Οδ.