κορωνός: Difference between revisions
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> recourbé ; τὸ κορωνόν la courbe du bras, le coude;<br /><b>2</b> aux cornes recourbées.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κορώνη]]¹. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> recourbé ; τὸ κορωνόν la courbe du bras, le coude;<br /><b>2</b> aux cornes recourbées.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κορώνη]]¹. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κορωνός -ή -όν [~ κορώνη] gebogen. Hp. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 22: | ||
|lsmtext='''κορωνός:''' -ή, -όν, [[καμπυλωτός]], [[κυρτός]]· με κυρτά κέρατα, σε Αρχίλ. | |lsmtext='''κορωνός:''' -ή, -όν, [[καμπυλωτός]], [[κυρτός]]· με κυρτά κέρατα, σε Αρχίλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κορωνός''': -ή, -όν, [[καμπύλος]], [[κυρτός]], ἐπὶ τοῦ ὀστοῦ τῆς σιαγόνος, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797 [[βοῦς]] κ., ἔχων καμπύλα κέρατα, Ἀρχιλ. Ἀποσπ. 36· πρβλ. κορωνὶς Ι. 2, [[ἕλιξ]]. ΙΙ. = [[γαῦρος]], [[ὑψαύχην]] (Ἐτυμολ. Μέγ. 270. 45), κορωνὰ βαίνειν = κορωνιᾶν Ἀνακρ. 148 πρβλ. [[κορωνίης]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κορωνός]], ή, όν<br />[[curved]], [[crooked]]: with crumpled horns, Archil. | |mdlsjtxt=[[κορωνός]], ή, όν<br />[[curved]], [[crooked]]: with crumpled horns, Archil. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:01, 6 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A curved, crooked, of the coronoid process of the jawbone, Hp.Art.30; βοῦς κ. with crumpled horns, Archil.39. II = γαῦρος, ὑψαυχενῶν, EM530.27; κορωνὰ βαίνειν, = κορωνιᾶν, Anacr.151.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 recourbé ; τὸ κορωνόν la courbe du bras, le coude;
2 aux cornes recourbées.
Étymologie: cf. κορώνη¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορωνός -ή -όν [~ κορώνη] gebogen. Hp.
Greek Monolingual
κορωνός, -ή, -όν (Α) κορώνη
1. (για το οστό του σαγονιού) καμπύλος, κυρτός
2. (για βόδια) αυτός πού έχει ελικοειδή κέρατα
3. γαύρος, υψαύχην
4. φρ. «κορωνά βαίνειν» — κορωνιᾱν, το να καμαρώνει κάποιος, να παίρνει στάση γεμάτη καμάρι (Ανακρ.).
Greek Monotonic
κορωνός: -ή, -όν, καμπυλωτός, κυρτός· με κυρτά κέρατα, σε Αρχίλ.
Greek (Liddell-Scott)
κορωνός: -ή, -όν, καμπύλος, κυρτός, ἐπὶ τοῦ ὀστοῦ τῆς σιαγόνος, Ἱππ. π. Ἄρθ. 797 βοῦς κ., ἔχων καμπύλα κέρατα, Ἀρχιλ. Ἀποσπ. 36· πρβλ. κορωνὶς Ι. 2, ἕλιξ. ΙΙ. = γαῦρος, ὑψαύχην (Ἐτυμολ. Μέγ. 270. 45), κορωνὰ βαίνειν = κορωνιᾶν Ἀνακρ. 148 πρβλ. κορωνίης.