μομφή: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />blâme, reproche, plainte, grief : μομφὴν ἔχειν τινός SOPH avoir un grief contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μέμφομαι]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />blâme, reproche, plainte, grief : μομφὴν ἔχειν τινός SOPH avoir un grief contre qqn.<br />'''Étymologie:''' [[μέμφομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μομφή:''' дор. [[μομφά]] ἡ порицание, упрек, жалоба (μομφῆς [[ἄτερ]] θνῄσκειν Aesch.): μομφὴν ἔχειν τινί Pind., Soph., Eur., τινός Soph. и τινὸς [[ἕνεκα]] Arph. жаловаться (негодовать) на кого(что)-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μομφή:''' ἡ ([[μέμφομαι]]), [[κατηγορία]], [[ψόγος]], [[επίκριση]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[αίτιο]] ή [[βάση]], [[αφορμή]] για [[επίκριση]], [[παράπονο]], <i>μομφὴν ἔχειν τινί</i>, σε Πίνδ.· ἕν σοι μομφὴν [[ἔχω]], για ένα [[πράγμα]] σε [[κατηγορώ]], σε Ευρ.· μομφὴ ξυνοῦ [[δορός]], για να προασπίσω το κοινό μας [[δόρυ]], σε Σοφ.
|lsmtext='''μομφή:''' ἡ ([[μέμφομαι]]), [[κατηγορία]], [[ψόγος]], [[επίκριση]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[αίτιο]] ή [[βάση]], [[αφορμή]] για [[επίκριση]], [[παράπονο]], <i>μομφὴν ἔχειν τινί</i>, σε Πίνδ.· ἕν σοι μομφὴν [[ἔχω]], για ένα [[πράγμα]] σε [[κατηγορώ]], σε Ευρ.· μομφὴ ξυνοῦ [[δορός]], για να προασπίσω το κοινό μας [[δόρυ]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μομφή:''' дор. [[μομφά]] ἡ порицание, упрек, жалоба (μομφῆς [[ἄτερ]] θνῄσκειν Aesch.): μομφὴν ἔχειν τινί Pind., Soph., Eur., τινός Soph. и τινὸς [[ἕνεκα]] Arph. жаловаться (негодовать) на кого(что)-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μομφή Medium diacritics: μομφή Low diacritics: μομφή Capitals: ΜΟΜΦΗ
Transliteration A: momphḗ Transliteration B: momphē Transliteration C: momfi Beta Code: momfh/

English (LSJ)

ἡ, poet. form of μέμψις (also in Pl.Ep.323b), blame, reproof, Pi.N.8.39; μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν A.Th.1015; cause of complaint, μομφὰν ἔχειν τινί Pi.I.4(3).36; ἕν σοι μομφὴν ἔχω in one thing I blame thee, E.Or.1069; μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν Id.Alc.1009; πρός τινα μ. ἔχειν Ep.Col.3.13: c. gen., μ. ἔχων ξυνοῦ δορός S.Aj.180 (lyr.); ὧν ἕνεκα μ. ἔχει Ar.Pax664.

German (Pape)

[Seite 201] ἡ, Tadel, Vorwurf; μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων, Pind. I. 3, 54, μομφὰν ἐπισπείρων ἀλιτροῖς, N. 8, 39; μομφῆς ἄτερ, Aesch. Spt. 1001; ἤ τινα μομφὰν ἔχων ξυνοῦ δορός, Soph. Ai. 180, zu klagen habend, wie ἕν σοι μομφὴν ἔχω Eur. Or. 1069, vgl. Phoen. 780; auch Ar. Pax 647, = μέμφομαι; in Prosa, Plat. Ep. VI, 323 b.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
blâme, reproche, plainte, grief : μομφὴν ἔχειν τινός SOPH avoir un grief contre qqn.
Étymologie: μέμφομαι.

Russian (Dvoretsky)

μομφή: дор. μομφά ἡ порицание, упрек, жалоба (μομφῆς ἄτερ θνῄσκειν Aesch.): μομφὴν ἔχειν τινί Pind., Soph., Eur., τινός Soph. и τινὸς ἕνεκα Arph. жаловаться (негодовать) на кого(что)-л.

Greek (Liddell-Scott)

μομφή: ἡ, ποιητ. τύπος τοῦ μέμψις (ὡσαύτως ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β), μέμψις, κατηγορία, ψόγος, παράπονον, προσβολή, Πινδ. Ν. 8. 66· μομφῆς ἄτερ τέθνηκεν Αἰσχύλ. Θήβ. 1060· - αἰτία παραπόνων, μομφὴν ἔχειν τινὶ Πινδ. Ι. 4. 61 (3. 54)· οὕτως, ἕν σοι μομφὴν ἔχω, εἰς ἓν πρᾶγμα σὲ μέμφομαι, Εὐρ. Ὀρ. 1069· μομφὰς ὑπὸ σπλάγχνοις ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 1009· - ὡσαύτως μετὰ γεν., μ. ἔχων ξυνοῦ δορὸς Σοφ. Αἴ. 180· ὧν ἕνεκα μ. ἔχει Ἀριστοφ. Εἰρ. 664.

English (Strong)

from μέμφομαι; blame, i.e. (by implication), a fault: quarrel.

English (Thayer)

μομφης, ἡ (μέμφομαι), blame: ἔχειν μομφήν πρός τινα, to have matter of complaint against anyone, Pindar, Tragg., others.)

Greek Monolingual

η (Α μομφή και μόμφις)
1. κατηγορία, ψόγος
2. επίπληξη, παρατήρηση, μάλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μομφ- της ρίζας μεμφ- του μέμφομαι].

Greek Monotonic

μομφή: ἡ (μέμφομαι), κατηγορία, ψόγος, επίκριση, σε Πίνδ., Αισχύλ.· αίτιο ή βάση, αφορμή για επίκριση, παράπονο, μομφὴν ἔχειν τινί, σε Πίνδ.· ἕν σοι μομφὴν ἔχω, για ένα πράγμα σε κατηγορώ, σε Ευρ.· μομφὴ ξυνοῦ δορός, για να προασπίσω το κοινό μας δόρυ, σε Σοφ.

Middle Liddell

μομφή, ἡ, μέμφομαι
blame, censure, Pind., Aesch.:— cause or ground of complaint, μομφὴν ἔχειν τινί Pind.; ἕν σοι μομφὴν ἔχω in one thing I blame thee, Eur.; μ. ξυνοῦ δορός blame as to helping spear, Soph.

Chinese

原文音譯:momf» 蒙費
詞類次數:名詞(1)
原文字根:指責
字義溯源:嫌隙,訴苦,歸咎;源自(μέμφομαι)*=指責)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 嫌隙(1) 西3:13