παραληπτός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
|btext=ή, όν :<br />qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] over te nemen.
}}
{{elru
|elrutext='''παραληπτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[могущий быть перенятым]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[могущий быть примененным]], [[применимый]] (πρός τι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραληπτός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[αποδεκτός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''παραληπτός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[αποδεκτός]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] over te nemen.
}}
{{elru
|elrutext='''παραληπτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[могущий быть перенятым]] Plat.;<br /><b class="num">2)</b> [[могущий быть примененным]], [[применимый]] (πρός τι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρα-[[ληπτός]], ή, όν<br />to be accepted, Plat.
|mdlsjtxt=παρα-[[ληπτός]], ή, όν<br />to be accepted, Plat.
}}
}}

Revision as of 23:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραληπτός Medium diacritics: παραληπτός Low diacritics: παραληπτός Capitals: ΠΑΡΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: paralēptós Transliteration B: paralēptos Transliteration C: paraliptos Beta Code: paralhpto/s

English (LSJ)

ή, όν, A to be received, opp. παραδοτός, ἄλλῳ παρ' ἄλλου Pl.Men.93b. II deserving of inclusion, Chrysipp.Stoic.3.17.

German (Pape)

[Seite 487] angenommen, annehmbar, Ggstz παραδοτός, Plat. Men. 93 b u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.
Étymologie: παραλαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] over te nemen.

Russian (Dvoretsky)

παραληπτός:
1) могущий быть перенятым Plat.;
2) могущий быть примененным, применимый (πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παραληπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ παραδοτός, τινι παρά τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, πρός τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παραλαμβάνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει κανείς
2. ο κατάλληλος για εφαρμογή, εφαρμόσιμος («οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», Πλούτ.).

Greek Monotonic

παραληπτός: -ή, -όν, αυτός που είναι αποδεκτός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

παρα-ληπτός, ή, όν
to be accepted, Plat.