περίκηλος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />sec <i>ou</i> desséché tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περικαίω]].
|btext=ος, ον :<br />sec <i>ou</i> desséché tout autour.<br />'''Étymologie:''' [[περικαίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περίκηλος''': -ον, ([[κῆλον]]) καθ’ ὑπερβολὴν [[ξηρός]], [[καλῶς]] ἐξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἐπὶ ξύλου, αὖα [[πάλαι]], περίκηλα Ὀδ. Ε. 240, Σ. 308. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίκηλα· περισσῶς ξηρά· τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα».
|elnltext=περί-κηλος -ον zeer droog.
}}
{{elru
|elrutext='''περίκηλος:''' [[хорошо просушенный]], [[высохший]] (δένδρεα, ξύλα Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''περίκηλος:''' -ον ([[κῆλον]]), υπερβολικά [[ξηρός]], αποξηραμένος εντελώς, λέγεται για το [[ξύλο]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''περίκηλος:''' -ον ([[κῆλον]]), υπερβολικά [[ξηρός]], αποξηραμένος εντελώς, λέγεται για το [[ξύλο]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περίκηλος:''' [[хорошо просушенный]], [[высохший]] (δένδρεα, ξύλα Hom.).
|lstext='''περίκηλος''': -ον, ([[κῆλον]]) καθ’ ὑπερβολὴν [[ξηρός]], [[καλῶς]] ἐξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἐπὶ ξύλου, αὖα [[πάλαι]], περίκηλα Ὀδ. Ε. 240, Σ. 308. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίκηλα· περισσῶς ξηρά· τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα».
}}
{{elnl
|elnltext=περί-κηλος -ον zeer droog.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περί]]-κηλος, ον, [[κῆλον]]<br />[[exceeding]] dry, of [[timber]], Od.
|mdlsjtxt=[[περί]]-κηλος, ον, [[κῆλον]]<br />[[exceeding]] dry, of [[timber]], Od.
}}
}}

Revision as of 21:26, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίκηλος Medium diacritics: περίκηλος Low diacritics: περίκηλος Capitals: ΠΕΡΙΚΗΛΟΣ
Transliteration A: períkēlos Transliteration B: perikēlos Transliteration C: perikilos Beta Code: peri/khlos

English (LSJ)

ον, κηλόν) very dry, well-seasoned, of timber, αὖα πάλαι, περίκηλα Od.5.240, 18.309.

German (Pape)

[Seite 579] ringsum dürr oder trocken, δένδρεα αὖα πάλαι περίκηλα Od. 5, 240, ξύλα 18, 309.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sec ou desséché tout autour.
Étymologie: περικαίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περί-κηλος -ον zeer droog.

Russian (Dvoretsky)

περίκηλος: хорошо просушенный, высохший (δένδρεα, ξύλα Hom.).

English (Autenrieth)

very dry, well seasoned, Od. 5.240 and Od. 18.309.

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που είναι ολόγυρα ξηρός
2. (ιδίως για ξύλα) τελείως αποξηραμένος από τον ήλιο, κατάξερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κηλόν «ξηρό»].

Greek Monotonic

περίκηλος: -ον (κῆλον), υπερβολικά ξηρός, αποξηραμένος εντελώς, λέγεται για το ξύλο, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

περίκηλος: -ον, (κῆλον) καθ’ ὑπερβολὴν ξηρός, καλῶς ἐξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, ἐπὶ ξύλου, αὖα πάλαι, περίκηλα Ὀδ. Ε. 240, Σ. 308. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίκηλα· περισσῶς ξηρά· τὰ περικεκαυμένα. περιεσχισμένα».

Middle Liddell

περί-κηλος, ον, κῆλον
exceeding dry, of timber, Od.