πληκτικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui frappe les sens (vin, odeur, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> frappant, qui fait impression.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui frappe les sens (vin, odeur, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> frappant, qui fait impression.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πληκτικός -ή -όν [πλήττω] door verwonding:. πληκτικὴ θήρα jacht door middel van verwonding Plat. Sph. 220d.
}}
{{elru
|elrutext='''πληκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[готовый наносить удары]], [[драчливый]] ([[γυνή]], σκόρπιος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[совершаемый с помощью ударов]] (острогой): [[θήρα]] [[πληκτική]] Plat. ловля рыб острогой;<br /><b class="num">3)</b> [[побудительный]] ([[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[резкий]], [[сильный]] (ἀρώματα Sext.);<br /><b class="num">5)</b> [[яркий]], [[отчетливый]] ([[φαντασία]] Sext.);<br /><b class="num">6)</b> [[возбуждающий]], [[пьянящий]] (π. καὶ [[μανικός]], sc. [[οἶνος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πληκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που προκαλεί [[πλήξη]], ο [[ανιαρός]] (α. «[[πληκτικός]] [[άνθρωπος]]» β. «πληκτική [[παράσταση]]» γ. «πληκτικό [[μέρος]]» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ [[δύναμις]]», Επίκ.)<br /><b>2.</b> ο [[έτοιμος]] να χτυπήσει («[[πληκτικός]]... [[σκορπίος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπειστικός]], [[αποδεικτικός]] («πιθανωτέραν καὶ πληκτικωτέραν φαντασίαν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πληκτική</i><br /><i>το</i> [[ψάρεμα]] με [[καμάκι]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πληκτικόν</i><br />α) το να ρίχνει [[κανείς]] ασβέστη στον τοίχο με [[μυστρί]], το ριχτό, το πεταχτό<br />β) (για [[κρασί]]) αυτό που φέρνει [[ζαλάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πληκτικά]]/ <i>πληκτικῶς</i> ΝΑ<br />με τρόπο που προκαλεί [[πλήξη]], ανιαρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το ρημ. επίθ., το οποίο στην αρχαία Ελλ. απαντά μόνο ως β' σύνθ., -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>πληκτος</i> κ.ά. Για τη νεοελλ. σημ. του επιθ. «[[ανιαρός]]» <b>βλ. λ.</b> [[πλήττω]]].
|mltxt=-ή, -ό / [[πληκτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που προκαλεί [[πλήξη]], ο [[ανιαρός]] (α. «[[πληκτικός]] [[άνθρωπος]]» β. «πληκτική [[παράσταση]]» γ. «πληκτικό [[μέρος]]» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», <b>Διοσκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ [[δύναμις]]», Επίκ.)<br /><b>2.</b> ο [[έτοιμος]] να χτυπήσει («[[πληκτικός]]... [[σκορπίος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταπειστικός]], [[αποδεικτικός]] («πιθανωτέραν καὶ πληκτικωτέραν φαντασίαν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πληκτική</i><br /><i>το</i> [[ψάρεμα]] με [[καμάκι]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πληκτικόν</i><br />α) το να ρίχνει [[κανείς]] ασβέστη στον τοίχο με [[μυστρί]], το ριχτό, το πεταχτό<br />β) (για [[κρασί]]) αυτό που φέρνει [[ζαλάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πληκτικά]]/ <i>πληκτικῶς</i> ΝΑ<br />με τρόπο που προκαλεί [[πλήξη]], ανιαρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το ρημ. επίθ., το οποίο στην αρχαία Ελλ. απαντά μόνο ως β' σύνθ., -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θαλασσό</i>-<i>πληκτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>πληκτος</i> κ.ά. Για τη νεοελλ. σημ. του επιθ. «[[ανιαρός]]» <b>βλ. λ.</b> [[πλήττω]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πληκτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[готовый наносить удары]], [[драчливый]] ([[γυνή]], σκόρπιος Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[совершаемый с помощью ударов]] (острогой): [[θήρα]] [[πληκτική]] Plat. ловля рыб острогой;<br /><b class="num">3)</b> [[побудительный]] ([[δύναμις]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[резкий]], [[сильный]] (ἀρώματα Sext.);<br /><b class="num">5)</b> [[яркий]], [[отчетливый]] ([[φαντασία]] Sext.);<br /><b class="num">6)</b> [[возбуждающий]], [[пьянящий]] (π. καὶ [[μανικός]], sc. [[οἶνος]] Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=πληκτικός -ή -όν [πλήττω] door verwonding:. πληκτικὴ θήρα jacht door middel van verwonding Plat. Sph. 220d.
}}
}}

Revision as of 11:17, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληκτικός Medium diacritics: πληκτικός Low diacritics: πληκτικός Capitals: ΠΛΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: plēktikós Transliteration B: plēktikos Transliteration C: pliktikos Beta Code: plhktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of, for, or by striking, π. θήρα fishing by means of spearing, Pl.Sph.220d; ἡ πληκτική, τὸ πληκτικόν [μέρος], ib.220e, 221b; π. δύναμις Epicur.Fr. 308. 2 ready to strike, given to striking, π. [ὁ σκορπίος] Arist.Fr. 331; γυνὴ ἀνδρὸς… πληκτικώτερον Id.HA608b10. II metaph., striking the senses, overpowering, οἶνος, τροφή, Ath.1.27a, Philum.Ven.9; π. τῇ ὀσμῇ Dsc.1.15, cf. S.E.P.1.125 (Comp.); of whitewashed rooms, Antyll. ap. Orib.9.13.5; τὸ π. overpowering effect, Plu.2.693b, cf. 367c, 735d (cj.). b striking the mind, impressive, startling, S.E.P.3.71 (Comp.), 240, etc. Adv. -κῶς Alex.Aphr.in Sens.104.16, Ulp. ad D.20.56: Sup. -ώτατα Ph.2.462 (nisi leg. τλητ-).

German (Pape)

[Seite 633] 1) zum Schlagen, Streiten geschickt, geneigt; θήρα, mit Schlagen ausgeführt, Plat. Soph. 200 c, u. öfter; φιλολοίδορον μᾶλλον καὶ πληκτικώτερον, Arist. H. A. 9, 1. – 2) übertr. was schlagend auf die Sinne wirkt, betäubend, eben so was schlagend auf den Verstand wirkt, treffend, überzeugend, Sp., wie Plut. u. oft S. Emp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui frappe les sens (vin, odeur, etc.);
2 fig. frappant, qui fait impression.
Étymologie: πλήσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληκτικός -ή -όν [πλήττω] door verwonding:. πληκτικὴ θήρα jacht door middel van verwonding Plat. Sph. 220d.

Russian (Dvoretsky)

πληκτικός:
1) готовый наносить удары, драчливый (γυνή, σκόρπιος Arst.);
2) совершаемый с помощью ударов (острогой): θήρα πληκτική Plat. ловля рыб острогой;
3) побудительный (δύναμις Plut.);
4) резкий, сильный (ἀρώματα Sext.);
5) яркий, отчетливый (φαντασία Sext.);
6) возбуждающий, пьянящий (π. καὶ μανικός, sc. οἶνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πληκτικός: -ή, -όν, (πλήσσω) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς πλῆξιν ἢ κτύπημα, πλ. θήρα, ἡ διὰ κάμακος ἁλιεία, Πλάτ. Σοφ. 200C· οὕτως, ἡ πληκτική, τὸ πληκτικὸν αὐτόθι 220Ε, 221Β. 2) ἕτοιμος νὰ πλήξῃ, πλ. ὁ σκορπίος Ἀριστ. Ἀποσπ. 312· γυνὴ ἀνδρός... πληκτικώτερον ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1. 7. ΙΙ. μεταφ., ὁ προσβάλλων τὰς αἰσθήσεις, ὡς καὶ νῦν, τῇ ὀσμῇ πληκτικὸν Διοσκ. 1. 14· πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 125· τὸ πληκτικόν, τὸ πλῆξιν προξενοῦν, (ἴδε πληκτίζομαι ἐν τέλει). ― ὡσαύτως ἐπὶ ἐπενεργείας ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 70, 240, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Ulpian. εἰς Δημ. 474. 1. ὑπερθ. -ώτατα, Φίλων 881D.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πληκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.)
αρχ.
1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.)
2. ο έτοιμος να χτυπήσει («πληκτικός... σκορπίος», Αριστοτ.)
3. καταπειστικός, αποδεικτικός («πιθανωτέραν καὶ πληκτικωτέραν φαντασίαν», Σέξτ. Εμπ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ πληκτική
το ψάρεμα με καμάκι
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ πληκτικόν
α) το να ρίχνει κανείς ασβέστη στον τοίχο με μυστρί, το ριχτό, το πεταχτό
β) (για κρασί) αυτό που φέρνει ζαλάδα.
επίρρ...
πληκτικά/ πληκτικῶς ΝΑ
με τρόπο που προκαλεί πλήξη, ανιαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το ρημ. επίθ., το οποίο στην αρχαία Ελλ. απαντά μόνο ως β' σύνθ., -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος, φρενό-πληκτος κ.ά. Για τη νεοελλ. σημ. του επιθ. «ανιαρός» βλ. λ. πλήττω].