πλῆγμα: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> coup;<br /><b>2</b> blessure.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]]. | |btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> coup;<br /><b>2</b> blessure.<br />'''Étymologie:''' [[πλήσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πλῆγμα -ατος, τό [πλήττω] slag, klap:. κρατός op het hoofd Eur. Tr. 794. wond:. οὔτε του γενῇδος ἦν πλῆγμ ( α ) er was geen slagwond van een bijl Soph. Ant. 250; νεοτόμοισι πλήγμασιν met verse verwondingen Soph. Ant. 1283. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλῆγμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[удар]], [[ушиб]] Soph.;<br /><b class="num">2)</b> [[рана]] Soph., Eur.;<br /><b class="num">3)</b> [[укол]], [[ужаление]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πλῆγμα:''' -ατος, τό, = [[πληγή]], σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''πλῆγμα:''' -ατος, τό, = [[πληγή]], σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πλῆγμα''': τό, = [[πληγή]], [[κτύπημα]], πλήγματα μετώπων, γενειάδος, [[κρατός]], κτλ. Σοφ. Τρ. 522, Εὐρ. Ι. Τ. 1366, κτλ.· πλ. γενῇδος, [[κτύπημα]] τῆς σκαπάνης, Σοφ. Ἀντ. 250· τέθνηκε νεοτόμοισι πλ. [[αὐτόθι]] 1283· ― ἐπὶ κεντήματος ἀγρίων σφηκῶν, τὸ [[πλῆγμα]] ὀδυνηρότερον αὐτῶν ἢ ἐκείνων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 1. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:33, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, = πληγή, πλήγματα μετώπων, γενειάδων, κρατός, etc., S.Tr. 522 (lyr.), E.IT1366, Tr.794 (anap.), etc.; π. γενῇδος stroke of mattock, S.Ant.250; τέθνηκε νεοτόμοισι π. ib.1283; of a wasp's sting, Arist.HA627b27.
German (Pape)
[Seite 632] τό, = πληγή, Soph. Tr. 519; Wunde, τέθνηκε νεοτόμοισι πλήγμασιν, Ant. 1268; Eur. I. T. 1366 u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 coup;
2 blessure.
Étymologie: πλήσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλῆγμα -ατος, τό [πλήττω] slag, klap:. κρατός op het hoofd Eur. Tr. 794. wond:. οὔτε του γενῇδος ἦν πλῆγμ ( α ) er was geen slagwond van een bijl Soph. Ant. 250; νεοτόμοισι πλήγμασιν met verse verwondingen Soph. Ant. 1283.
Russian (Dvoretsky)
πλῆγμα: ατος τό
1) удар, ушиб Soph.;
2) рана Soph., Eur.;
3) укол, ужаление Arst.
Greek Monolingual
το / πλῆγμα, ΝΜΑ
χτύπημα (α. «πλήγμα στον κρόταφο με λοστό» β. «μετώπων πλήγματα» Σοφ.
γ. «δεινὰ πλήγματα γεινειάδων», Ευρ.)
νεοελλ.
μτφ. γεγονός που προκαλεί βαθιά λύπη ή σοβαρή υλική ή ηθική ζημιά (α. «ο θάνατος του παιδιού του ήταν μεγάλο πλήγμα» β. «οι συνεχείς χιονοπτώσεις κατέφεραν πλήγματα στην οικονομία»)
αρχ.
τσίμπημα σφήκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλη-γ- του πλήσσω (βλ.λ. πλήττω) + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
πλῆγμα: -ατος, τό, = πληγή, σε Σοφ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πλῆγμα: τό, = πληγή, κτύπημα, πλήγματα μετώπων, γενειάδος, κρατός, κτλ. Σοφ. Τρ. 522, Εὐρ. Ι. Τ. 1366, κτλ.· πλ. γενῇδος, κτύπημα τῆς σκαπάνης, Σοφ. Ἀντ. 250· τέθνηκε νεοτόμοισι πλ. αὐτόθι 1283· ― ἐπὶ κεντήματος ἀγρίων σφηκῶν, τὸ πλῆγμα ὀδυνηρότερον αὐτῶν ἢ ἐκείνων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 1.
Middle Liddell
πλῆγμα, ατος, τό, = πληγή, Soph., Eur.]