πολύκτητος: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[πολυκτήμων]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[πολυκτήμων]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκτητος -ον [πολύς, κτάομαι] rijk.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκτητος:''' [[очень богатый]] (δόμοι Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύκτητος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] και [[μεγάλα]] κτήματα, [[πλούσιος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''πολύκτητος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] και [[μεγάλα]] κτήματα, [[πλούσιος]], σε Ευρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύκτητος -ον [πολύς, κτάομαι] rijk.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκτητος:''' [[очень богатый]] (δόμοι Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κτητος, ον,<br />of [[large]] possessions, [[wealthy]], Eur.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-κτητος, ον,<br />of [[large]] possessions, [[wealthy]], Eur.
}}
}}

Revision as of 23:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκτητος Medium diacritics: πολύκτητος Low diacritics: πολύκτητος Capitals: ΠΟΛΥΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: polýktētos Transliteration B: polyktētos Transliteration C: polyktitos Beta Code: polu/kthtos

English (LSJ)

ον, of large possessions, wealthy, δόμοι E.Andr.769 (lyr.), v.l. in Sch.S.El. 508.

German (Pape)

[Seite 665] viel besitzend; δόμοι, Eur. Andr. 769; Luc. Fugit. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πολυκτήμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύκτητος -ον [πολύς, κτάομαι] rijk.

Russian (Dvoretsky)

πολύκτητος: очень богатый (δόμοι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύκτητος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ κτήματα, πλούσιος, Εὐρ. Ἀνδρ. 769.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλά κτήματα, μεγάλη περιουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κτητός (< κτῶμαι «αποκτώ»), πρβλ. αξιό-κτητος].

Greek Monotonic

πολύκτητος: -ον, αυτός που έχει πολλά και μεγάλα κτήματα, πλούσιος, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολύ-κτητος, ον,
of large possessions, wealthy, Eur.