πρόσεδρος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui siège auprès, qui se trouve auprès.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἕδρα]].
|btext=ος, ον :<br />qui siège auprès, qui se trouve auprès.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἕδρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόσεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ὁ πλησίον καθήμενος, [[πάρεδρος]], Δίων Κ. 57. 7· ἐκ προσέδρου λιγνύος (ἴδε λιγνὺς) Σοφ. Τρ. 794. ― Καθ· Ἡσύχ.: «[[πρόσεδρος]]· παρακαθήμενος, σχολάζων».
|elnltext=πρόσεδρος -ον [προσεδρεύω] erbij zittend:. ἐκ προσέδρου λιγνύος uit de rook die rond hem hing Soph. Tr. 794.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσεδρος:''' [[находящийся рядом или вокруг]]: ἐκ προσέδρου λιγνύος Soph. из окутывавшего (его) дыма.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πρόσεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που κάθεται δίπλα, [[πρόσεδρος]] [[λιγνύς]], [[καπνός]] που αιωρείται, σε Σοφ.
|lsmtext='''πρόσεδρος:''' -ον ([[ἕδρα]]), αυτός που κάθεται δίπλα, [[πρόσεδρος]] [[λιγνύς]], [[καπνός]] που αιωρείται, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσεδρος:''' [[находящийся рядом или вокруг]]: ἐκ προσέδρου λιγνύος Soph. из окутывавшего (его) дыма.
|lstext='''πρόσεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ὁ πλησίον καθήμενος, [[πάρεδρος]], Δίων Κ. 57. 7· ἐκ προσέδρου λιγνύος (ἴδε λιγνὺς) Σοφ. Τρ. 794. ― Καθ· Ἡσύχ.: «[[πρόσεδρος]]· παρακαθήμενος, σχολάζων».
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσεδρος -ον [προσεδρεύω] erbij zittend:. ἐκ προσέδρου λιγνύος uit de rook die rond hem hing Soph. Tr. 794.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρόσ-εδρος, ον, [[ἕδρα]]<br />[[sitting]] near, πρ. [[λιγνύς]] [[smoke]] [[hanging]] [[about]], Soph.
|mdlsjtxt=πρόσ-εδρος, ον, [[ἕδρα]]<br />[[sitting]] near, πρ. [[λιγνύς]] [[smoke]] [[hanging]] [[about]], Soph.
}}
}}

Revision as of 21:53, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσεδρος Medium diacritics: πρόσεδρος Low diacritics: πρόσεδρος Capitals: ΠΡΟΣΕΔΡΟΣ
Transliteration A: prósedros Transliteration B: prosedros Transliteration C: prosedros Beta Code: pro/sedros

English (LSJ)

ον, (ἕδρα) A sitting near, cj. for πρόεδρος in D.C.57.7 (sed leg. πάρεδρος): metaph., ἐκ προσέδρου λιγνύος S.Tr.794. II assiduous, Hsch.

German (Pape)

[Seite 757] dabei sitzend, wohnend, dabei befindlich; λιγνύς, Soph. Trach. 791; ὁ πρόσεδρος, der Beisitzer.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège auprès, qui se trouve auprès.
Étymologie: πρός, ἕδρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσεδρος -ον [προσεδρεύω] erbij zittend:. ἐκ προσέδρου λιγνύος uit de rook die rond hem hing Soph. Tr. 794.

Russian (Dvoretsky)

πρόσεδρος: находящийся рядом или вокруг: ἐκ προσέδρου λιγνύος Soph. из окутывавшего (его) дыма.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρόσεδρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που κάθεται κοντά σε κάποιον, προσκαθήμενος, παρακαθήμενος
2. πάρεδρος
νεοελλ.
φρ. «πρόσεδρος υπουργός» — βαθμός ανώτατου διπλωματικού υπαλλήλου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που συνεχώς και αδιαλείπτως συχνάζει κάπου
2. φρ. «ἐκ προσέδρου λιγνύος»
μτφ. του καπνού που βγαίνει γύρω-γύρω από τη θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πρό-εδρος].

Greek Monotonic

πρόσεδρος: -ον (ἕδρα), αυτός που κάθεται δίπλα, πρόσεδρος λιγνύς, καπνός που αιωρείται, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσεδρος: -ον, (ἕδρα) ὁ πλησίον καθήμενος, πάρεδρος, Δίων Κ. 57. 7· ἐκ προσέδρου λιγνύος (ἴδε λιγνὺς) Σοφ. Τρ. 794. ― Καθ· Ἡσύχ.: «πρόσεδρος· παρακαθήμενος, σχολάζων».

Middle Liddell

πρόσ-εδρος, ον, ἕδρα
sitting near, πρ. λιγνύς smoke hanging about, Soph.