προσωνυμία: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ας (ἡ) :<br />surnom.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὄνομα]].
|btext=ας (ἡ) :<br />surnom.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὄνομα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσωνῠμία''': , [[ἐπωνυμία]], Ἱππ. (?), Πλουτ. Περικ. 8. 30, Διοσκ. 3, 151 (161), κλπ.
|elnltext=προσωνυμία -ας, ἡ, Ion. προσωνμίη [πρός, ὄνομα] bijnaam.
}}
{{elru
|elrutext='''προσωνῠμία:''' ἡ [[прозвище]] Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''προσωνῠμία:''' ἡ ([[ὄνομα]]), [[επωνυμία]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσωνῠμία:''' ἡ ([[ὄνομα]]), [[επωνυμία]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσωνῠμία:''' ἡ [[прозвище]] Plut.
|lstext='''προσωνῠμία''': , [[ἐπωνυμία]], Ἱππ. (?), Πλουτ. Περικ. 8. 30, Διοσκ. 3, 151 (161), κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=προσωνυμία -ας, , Ion. προσωνμίη [πρός, ὄνομα] bijnaam.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-ωνῠμία, ἡ, [[ὄνομα]]<br />a [[surname]], Plut.
|mdlsjtxt=προσ-ωνῠμία, ἡ, [[ὄνομα]]<br />a [[surname]], Plut.
}}
}}

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωνῠμία Medium diacritics: προσωνυμία Low diacritics: προσωνυμία Capitals: ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: prosōnymía Transliteration B: prosōnymia Transliteration C: prosonymia Beta Code: proswnumi/a

English (LSJ)

Ion. προσωνυμίη, ἡ, surname, Hp.Morb.Sacr.1, Dsc.2.142, 3.3, Plu.Per.8,39, Gal.6.778, D.C.41.39, etc.
II right of placing one's name at the head of an order, BCH51.220 (Thasos, pl.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
surnom.
Étymologie: πρός, ὄνομα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσωνυμία -ας, ἡ, Ion. προσωνμίη [πρός, ὄνομα] bijnaam.

Russian (Dvoretsky)

προσωνῠμία:прозвище Plut.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, ιων. τ. προσωνυμίη Α προσώνυμος
πρόσθετο όνομα, επωνυμία
αρχ.
το δικαίωμα κάποιου να αναγράφει το όνομά του στην κορυφή ενός καταλόγου ονομάτων.

Greek Monotonic

προσωνῠμία: ἡ (ὄνομα), επωνυμία, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προσωνῠμία: ἡ, ἐπωνυμία, Ἱππ. (?), Πλουτ. Περικ. 8. 30, Διοσκ. 3, 151 (161), κλπ.

Middle Liddell

προσ-ωνῠμία, ἡ, ὄνομα
a surname, Plut.