σκιαμαχία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />combat contre une ombre, combat chimérique.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαμαχέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />combat contre une ombre, combat chimérique.<br />'''Étymologie:''' [[σκιαμαχέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκιᾱμᾰχία:''' ἡ [[бесплодная борьба]], [[пустой спор]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σκιομαχία]] Α [[σκιαμαχῶ]]<br />το να μάχεται [[κανείς]] με [[κάτι]] το υποτιθέμενο, το ανύπαρκτο, όπως [[είναι]] η [[σκιά]], [[μάταιος]], [[άσκοπος]] [[αγώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Σκιαμαχία</i><br />[[τίτλος]] σάτιρας του Ουάρρωνος<br /><b>2.</b> το να μάχεται [[κανείς]] στη [[σκιά]] ή να ασκείται για [[μάχη]] [[κάτω]] από [[σκιά]]<br /><b>3.</b> (ειδικά) [[είδος]] άσκησης για την εγκύμναση τών χεριών και τών ποδιών.
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[σκιομαχία]] Α [[σκιαμαχῶ]]<br />το να μάχεται [[κανείς]] με [[κάτι]] το υποτιθέμενο, το ανύπαρκτο, όπως [[είναι]] η [[σκιά]], [[μάταιος]], [[άσκοπος]] [[αγώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Σκιαμαχία</i><br />[[τίτλος]] σάτιρας του Ουάρρωνος<br /><b>2.</b> το να μάχεται [[κανείς]] στη [[σκιά]] ή να ασκείται για [[μάχη]] [[κάτω]] από [[σκιά]]<br /><b>3.</b> (ειδικά) [[είδος]] άσκησης για την εγκύμναση τών χεριών και τών ποδιών.
}}
{{elru
|elrutext='''σκιᾱμᾰχία:''' ἡ [[бесплодная борьба]], [[пустой спор]] Plut.
}}
}}

Revision as of 15:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱμᾰχία Medium diacritics: σκιαμαχία Low diacritics: σκιαμαχία Capitals: ΣΚΙΑΜΑΧΙΑ
Transliteration A: skiamachía Transliteration B: skiamachia Transliteration C: skiamachia Beta Code: skiamaxi/a

English (LSJ)

ἡ, A a fighting against a shadow: esp. a form of exercise with hands and feet, Ph.1.153. 2 metaph., fighting with a shadow, mock-fight, 'beating the air', Cic.Fam.11.14.1 (pl.), Plu.2.514d, Eust.663.16; title of satire by Varro, Non.p.190 L.—σκιομαχία is a later form, Gal.6.146.

German (Pape)

[Seite 898] ἡ, 1) das Fechten im Schatten, d. i. zu Hause oder in der Fechtschule, nicht auf dem Schlachtfelde, bes. eine Fechtübung mit Händen u. Füßen. – 2) das Fechten mit dem Schatten, die Spiegelfechterei, Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
combat contre une ombre, combat chimérique.
Étymologie: σκιαμαχέω.

Russian (Dvoretsky)

σκιᾱμᾰχία:бесплодная борьба, пустой спор Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱμᾰχία: ἡ, τὸ μάχεσθαι ὑπὸ σκιάν, δηλ. τὸ γυμνάζεσθαι ἐν τῷ σχολείῳ, Λατ. umbratilis exercilatio· ἰδίως, γυμνάζομαι τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, οὐχὶ πολὺ διάφορον τοῦ χειρονομία, πρβλ. Παυσ. 6. 10, 3. ΙΙ. τὸ μάχεσθαι πρὸς σκιάν, ψευδὴς μάχη, Πλούτ. 2. 130Ε, Εὐστ. 663. 16. ― σκιομαχία εἶναι μεταγεν. τύπος, Γαλην.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και σκιομαχία Α σκιαμαχῶ
το να μάχεται κανείς με κάτι το υποτιθέμενο, το ανύπαρκτο, όπως είναι η σκιά, μάταιος, άσκοπος αγώνας
αρχ.
1. ως κύριο όν. Σκιαμαχία
τίτλος σάτιρας του Ουάρρωνος
2. το να μάχεται κανείς στη σκιά ή να ασκείται για μάχη κάτω από σκιά
3. (ειδικά) είδος άσκησης για την εγκύμναση τών χεριών και τών ποδιών.