συγκλονέω: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />jeter de la confusion, troubler, bouleverser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλονέω]].
|btext=-ῶ :<br />jeter de la confusion, troubler, bouleverser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κλονέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συγκλονέω''': [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, [[συνταράσσω]], κλονῶ [[ὁμοῦ]], συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοὶ [τοὺς Τρῶας] Ἰλ. Ν. 722˙ [[νέας]] Ἀνθ. Π. 9˙ 755˙ ἀκολασίη ψυχήν, [[ὥσπερ]] νῆα ἄνεμοι..., σ. Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 18˙ τοὺς καρποὺς Ἐτυμολ. Μέγ. 378. 48.
|elnltext=συγ-κλονέω in verwarring brengen.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκλονέω:''' [[приводить в смятение]], [[повергать в замешательство]] (sc. τοὺς Τρῶας Hom.; [[νέας]] Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συγκλονέω:''' [[τινάζω]] μαζί, [[αναταράζω]] με [[δύναμη]], συνταράζω, [[συγκλονίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''συγκλονέω:''' [[τινάζω]] μαζί, [[αναταράζω]] με [[δύναμη]], συνταράζω, [[συγκλονίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συγκλονέω:''' [[приводить в смятение]], [[повергать в замешательство]] (sc. τοὺς Τρῶας Hom.; [[νέας]] Anth.).
|lstext='''συγκλονέω''': [[ἐμβάλλω]] εἰς σύγχυσιν, [[συνταράσσω]], κλονῶ [[ὁμοῦ]], συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοὶ [τοὺς Τρῶας] Ἰλ. Ν. 722˙ [[νέας]] Ἀνθ. Π. 9˙ 755˙ ἀκολασίη ψυχήν, [[ὥσπερ]] νῆα ἄνεμοι..., σ. Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 18˙ τοὺς καρποὺς Ἐτυμολ. Μέγ. 378. 48.
}}
{{elnl
|elnltext=συγ-κλονέω in verwarring brengen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[dash]] [[together]], [[confound]] [[utterly]], Il.
|mdlsjtxt=<br />to [[dash]] [[together]], [[confound]] [[utterly]], Il.
}}
}}

Revision as of 22:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλονέω Medium diacritics: συγκλονέω Low diacritics: συγκλονέω Capitals: ΣΥΓΚΛΟΝΕΩ
Transliteration A: synklonéō Transliteration B: synkloneō Transliteration C: sygkloneo Beta Code: sugklone/w

English (LSJ)

dash together, confound utterly, συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοὶ [τοὺς Τρῶας] Il.13.722; νέας AP9.755; ἀκολασίη ψυχήν, ὥσπερ νῆα ἄνεμοι... σ. Eus.Mynd.12; τοὺς καρπούς EM378.48; of concussion of joints, Gal.7.185.

German (Pape)

[Seite 968] durch einander bewegen, rütteln, verwirren; συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοί, Il. 13, 722; νέας συγκλονέουσα Σκύλλα, Ep. ad. 275 (IX, 755).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
jeter de la confusion, troubler, bouleverser.
Étymologie: σύν, κλονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κλονέω in verwarring brengen.

Russian (Dvoretsky)

συγκλονέω: приводить в смятение, повергать в замешательство (sc. τοὺς Τρῶας Hom.; νέας Anth.).

English (Autenrieth)

ipf. συνεκλόνεον: confound, Il. 13.722†.

Greek Monotonic

συγκλονέω: τινάζω μαζί, αναταράζω με δύναμη, συνταράζω, συγκλονίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλονέω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, συνταράσσω, κλονῶ ὁμοῦ, συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοὶ [τοὺς Τρῶας] Ἰλ. Ν. 722˙ νέας Ἀνθ. Π. 9˙ 755˙ ἀκολασίη ψυχήν, ὥσπερ νῆα ἄνεμοι..., σ. Εὐσ. παρὰ Στοβ. 79. 18˙ τοὺς καρποὺς Ἐτυμολ. Μέγ. 378. 48.

Middle Liddell


to dash together, confound utterly, Il.