συνευνέτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ου (ὁ) :<br />qui partage la couche d'un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐνή]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui partage la couche d'un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐνή]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνευνέτης''': -ου, , [[σύνευνος]], [[ὁμόλεκτρος]], [[σύζυγος]], [[σύμβιος]], Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, ἡ, θηλ., ἡ [[σύζυγος]], ἢ [[παλλακή]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908.
|elnltext=συνευνέτης -ου, ὁ, Att. ook ξυνευνέτης [σύν, εὐνή] bedgenoot.
}}
{{elru
|elrutext='''συνευνέτης:''' ου ὁ Eur. = ὁ [[σύνευνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνευνέτης:''' -ου, ὁ, ἡ ([[εὐνή]]), αυτός που μοιράζεται το [[κρεβάτι]] του με κάποιον, [[σύζυγος]], στον ίδ.· [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], σε Ευρ.· θηλ. [[συνευνέτις]], <i>-ιδος</i>, [[σύζυγος]] ή ερωμένη, [[παλλακίδα]], στον ίδ.
|lsmtext='''συνευνέτης:''' -ου, ὁ, ἡ ([[εὐνή]]), αυτός που μοιράζεται το [[κρεβάτι]] του με κάποιον, [[σύζυγος]], στον ίδ.· [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], σε Ευρ.· θηλ. [[συνευνέτις]], <i>-ιδος</i>, [[σύζυγος]] ή ερωμένη, [[παλλακίδα]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνευνέτης:''' ου ὁ Eur. = ὁ [[σύνευνος]].
|lstext='''συνευνέτης''': -ου, , [[σύνευνος]], [[ὁμόλεκτρος]], [[σύζυγος]], [[σύμβιος]], Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, , θηλ., ἡ [[σύζυγος]], ἢ [[παλλακή]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908.
}}
{{elnl
|elnltext=συνευνέτης -ου, , Att. ook ξυνευνέτης [σύν, εὐνή] bedgenoot.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-ευνέτης, ου, ὁ,<br />a bed-[[fellow]], [[husband]], [[consort]], Eur.
|mdlsjtxt=συν-ευνέτης, ου, ὁ,<br />a bed-[[fellow]], [[husband]], [[consort]], Eur.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνευνέτης Medium diacritics: συνευνέτης Low diacritics: συνευνέτης Capitals: ΣΥΝΕΥΝΕΤΗΣ
Transliteration A: syneunétēs Transliteration B: syneunetēs Transliteration C: synevnetis Beta Code: suneune/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, bed-fellow, consort, E.Med.240, Hipp.416 (pl.), etc.; Dor. ξυνευνέτας Supp.Epigr.7.69 (near Antioch on Orontes, i A.D.): fem. συνευν-έτις, ιδος, ἡ, wife or concubine, E.Andr.908, APl.4.182.8 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui partage la couche d'un autre.
Étymologie: σύν, εὐνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνευνέτης -ου, ὁ, Att. ook ξυνευνέτης [σύν, εὐνή] bedgenoot.

Russian (Dvoretsky)

συνευνέτης: ου ὁ Eur. = ὁ σύνευνος.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. συνευνέτις, -ιδος, Α
σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνευνος + επίθημα -έτης/ -έτις (πρβλ. παρευν-έτις)].

Greek Monotonic

συνευνέτης: -ου, ὁ, ἡ (εὐνή), αυτός που μοιράζεται το κρεβάτι του με κάποιον, σύζυγος, στον ίδ.· ερωτικός σύντροφος, σε Ευρ.· θηλ. συνευνέτις, -ιδος, σύζυγος ή ερωμένη, παλλακίδα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνευνέτης: -ου, ὁ, σύνευνος, ὁμόλεκτρος, σύζυγος, σύμβιος, Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, ἡ, θηλ., ἡ σύζυγος, ἢ παλλακή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908.

Middle Liddell

συν-ευνέτης, ου, ὁ,
a bed-fellow, husband, consort, Eur.