ἀνερμάτιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui n’a pas d'aplomb, d'assiette.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἑρματίζω]].
|btext=ος, ον :<br />qui n’a pas d'aplomb, d'assiette.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἑρματίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνερμάτιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ненагруженный]], [[порожний]] (πλοῖα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[ненакрытый]], [[пустой]] ([[τράπεζα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[неустойчивый]], [[шаткий]] ([[ἄνθρωπος]] [[ἀκυβέρνητος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνερμάτιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πλοία) [[χωρίς]] [[έρμα]], [[σαβούρα]]<br /><b>2.</b> ο [[άστατος]], ο [[αλλοπρόσαλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέχει καλά ένα [[θέμα]], δεν έχει επιστημονική [[συγκρότηση]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ηθικές αρχές και [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[άδειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ερματίζω]] «[[τοποθετώ]] [[έρμα]], [[υποστήριγμα]]»].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνερμάτιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πλοία) [[χωρίς]] [[έρμα]], [[σαβούρα]]<br /><b>2.</b> ο [[άστατος]], ο [[αλλοπρόσαλλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν κατέχει καλά ένα [[θέμα]], δεν έχει επιστημονική [[συγκρότηση]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ηθικές αρχές και [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[άδειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ερματίζω]] «[[τοποθετώ]] [[έρμα]], [[υποστήριγμα]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνερμάτιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ненагруженный]], [[порожний]] (πλοῖα Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[ненакрытый]], [[пустой]] ([[τράπεζα]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[неустойчивый]], [[шаткий]] ([[ἄνθρωπος]] [[ἀκυβέρνητος]] καὶ ἀ. Plut.).
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[without ballast]]
|woodrun=[[without ballast]]
}}
}}

Revision as of 17:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερμάτιστος Medium diacritics: ἀνερμάτιστος Low diacritics: ανερμάτιστος Capitals: ΑΝΕΡΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anermátistos Transliteration B: anermatistos Transliteration C: anermatistos Beta Code: a)nerma/tistos

English (LSJ)

ον, A without ballast, ὥσπερ τὰ ἀ. πλοῖα Pl.Tht.144a; unstable, Olymp.in Mete.147.4, cf. Gal.UP2.14. 2 metaph., ἀ. τράπεζα an empty table, Plu.2.704b; unstable, εἶδος Dam.Pr.413; also of persons, without ballast, Ph.2.451, Plu.2.501d, Plot.1.8.8; ἀ. ἐαθέντα τὰ μεγάλα Longin.2.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene lastre πλοῖα Pl.Tht.144a, cf. Hsch.
inestable, movedizo ὁ Τάρταρος Olymp.in Mete.147.4.
2 fig. de pers. inseguro, sin principios Plu.2.501d, Plot.1.8.8
inestable τὰ μεγάλα Longin.2.2, εἶδος Dam.Pr.413.
3 fig. vacío τράπεζα Plu.2.704b.

German (Pape)

[Seite 226] nicht mit Ballast beschwert, πλοῖα Plat. Theaet. 144 a; τράπεζα, unbesetzt, Plut. Symp. 7, 4, 6. Dah. schwankend, unbeständig, Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a pas d'aplomb, d'assiette.
Étymologie: , ἑρματίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνερμάτιστος:
1) ненагруженный, порожний (πλοῖα Plat.);
2) ненакрытый, пустой (τράπεζα Plut.);
3) перен. неустойчивый, шаткий (ἄνθρωπος ἀκυβέρνητος καὶ ἀ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερμάτιστος: -ον, ὁ ἄνευ ἕρματος, ἤτοι «σαβούρας», ὥσπερ τὰ ἀν. πλοῖα Πλάτ. Θεαίτ. 144Α. 2) μεταφ., ἀν. τράπεζα, κενή, Πλούτ. 2. 704Β· μεταφ., ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, μετέωρος, ἄστατος, αὐτόθι 501D, «κοῦφος τὴν διάνοιαν» Πολυδ. Ε΄, 121, - «ἀνερμάτιστος ναῦς· κούφη σαβούρας» Ἡσύχ. - Ρουγκ. Λογγῖν. 2. 2. - Ἐπίρρ. -στως Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1713, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνερμάτιστος, -ον)
1. (για πλοία) χωρίς έρμα, σαβούρα
2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση
2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητα
αρχ.
ο άδειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, υποστήριγμα»].

English (Woodhouse)

without ballast

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)