συνοπαδός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon, compagne de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀπαδός]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon, compagne de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ὀπαδός]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνοπᾱδός -ον [σύν, ὁπαδός] begeleidend.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοπᾱδός:''' [[сопровождающий]], [[сопутствующий]] (τινι Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνοπᾱδός:''' ὁ, [[συνακόλουθος]], [[συνοδός]], [[σύντροφος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνοπᾱδός:''' ὁ, [[συνακόλουθος]], [[συνοδός]], [[σύντροφος]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=συνοπᾱδός -ον [σύν, ὁπαδός] begeleidend.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοπᾱδός:''' [[сопровождающий]], [[сопутствующий]] (τινι Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-οπᾱδός, οῦ, ὁ,<br />a [[companion]], Plat.
|mdlsjtxt=συν-οπᾱδός, οῦ, ὁ,<br />a [[companion]], Plat.
}}
}}

Revision as of 00:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοπᾱδός Medium diacritics: συνοπαδός Low diacritics: συνοπαδός Capitals: ΣΥΝΟΠΑΔΟΣ
Transliteration A: synopadós Transliteration B: synopados Transliteration C: synopados Beta Code: sunopado/s

English (LSJ)

όν, Ion. συνοπ-ηδός, following along with, accompanying, τοῖς ἀνθρώποις Pl.Sph.216b; ψυχὴ θεῷ σ. γενομένη Id.Phdr.248c; ξείνῳ σ. A.R.4.745; ὄνειαρ σ. ἀοιδῆς Panyas.12.13; ἐν αὐλοῖς σ. Telest.5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon, compagne de, τινι.
Étymologie: σύν, ὀπαδός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοπᾱδός -ον [σύν, ὁπαδός] begeleidend.

Russian (Dvoretsky)

συνοπᾱδός: сопровождающий, сопутствующий (τινι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοπᾱδός: -όν, συνακόλουθος, συνοδεύων τινά, ψυχὴ θεῷ ξ. γενομένη Πλάτ. Φαῖδρ. 248C· ξείνῳ συνοπαδὸς ἐοῦσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 745· ὄνειρα σ. ἀοιδῆς Πανύασις 1. 13· ἐν αὐλοῖς σ. Τελέστ. παρ’ Ἀθην. 626Α· ― ἀπολ., σύντροφος, Πλάτ. Σοφιστ. 216Β.

Greek Monolingual

-όν, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνοπαδός και ιων. τ. συνοπηδός, Α ὀπαδός
1. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ακόλουθος («ψυχὴ θεῷ ξυνοπαδὸς γενομένη», Πλάτ.)
2. σύντροφος.

Greek Monotonic

συνοπᾱδός: ὁ, συνακόλουθος, συνοδός, σύντροφος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

συν-οπᾱδός, οῦ, ὁ,
a companion, Plat.