τειχιόεις: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα, όεν;<br />entouré de murs, de remparts.<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]].
|btext=όεσσα, όεν;<br />entouré de murs, de remparts.<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τειχιόεις:''' όεσσα, όεν обнесенный стенами, укрепленный ([[Τίρυνς]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τειχῐόεις:''' -εσσα, -εν ([[τεῖχος]]), περιτειχισμένος με [[ψηλά]] τείχη, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τειχῐόεις:''' -εσσα, -εν ([[τεῖχος]]), περιτειχισμένος με [[ψηλά]] τείχη, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τειχιόεις:''' όεσσα, όεν обнесенный стенами, укрепленный ([[Τίρυνς]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τειχῐόεις, εσσα, εν [[τεῖχος]]<br />[[walled]], [[high]]-[[walled]], Il.
|mdlsjtxt=τειχῐόεις, εσσα, εν [[τεῖχος]]<br />[[walled]], [[high]]-[[walled]], Il.
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τειχῐόεις Medium diacritics: τειχιόεις Low diacritics: τειχιόεις Capitals: ΤΕΙΧΙΟΕΙΣ
Transliteration A: teichióeis Transliteration B: teichioeis Transliteration C: teichioeis Beta Code: teixio/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, high-walled, of towns, Il.2.559,646.

German (Pape)

[Seite 1081] εσσα, εν, mit Mauern umgeben, geschützt, Beiwort fester Städte, wie Tiryns u. Gortyn, Il. 2, 559. 646.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
entouré de murs, de remparts.
Étymologie: τεῖχος.

Russian (Dvoretsky)

τειχιόεις: όεσσα, όεν обнесенный стенами, укрепленный (Τίρυνς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τειχῐόεις: εσσα, εν, ὁ τετειχισμένος, ἐπὶ πόλεων, Ἰλ. Β. 559. 646.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: walled, well walled, well fortified, Il. 2.559 and 646.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
καλά οχυρωμένος («Τίρυνθα τειχιόεσσαν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + κατάλ. -όεις. Η μορφή του τ. τειχιόεις (αντί τειχόεις) οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

τειχῐόεις: -εσσα, -εν (τεῖχος), περιτειχισμένος με ψηλά τείχη, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τειχῐόεις, εσσα, εν τεῖχος
walled, high-walled, Il.