τευτάζω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> τετεύτακα;<br />s'occuper longtemps d'une même chose, y insister : [[περί]] [[τι]] s'appliquer à qch.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à σεύομαι.
|btext=<i>pf.</i> τετεύτακα;<br />s'occuper longtemps d'une même chose, y insister : [[περί]] [[τι]] s'appliquer à qch.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à σεύομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''τευτάζω:''' (тж. med. Luc.; pf. τετεύτακα) усердно заниматься: οἱ περὶ ἀριθμὸν τευτάζοντες Plat. усиленно занимающиеся наукой о числах.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τευτάζω:''' μέλ. <i>τευτάσω</i>, παρακ. <i>τετεύτακα</i>· αντί [[ταὐτάζω]], λέω ή κάνω το ίδιο [[πράγμα]], [[τευτάζω]] [[περί]] τι, [[καταγίγνομαι]] με [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά με αυτό, σε Πλάτ.
|lsmtext='''τευτάζω:''' μέλ. <i>τευτάσω</i>, παρακ. <i>τετεύτακα</i>· αντί [[ταὐτάζω]], λέω ή κάνω το ίδιο [[πράγμα]], [[τευτάζω]] [[περί]] τι, [[καταγίγνομαι]] με [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά με αυτό, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τευτάζω:''' (тж. med. Luc.; pf. τετεύτακα) усердно заниматься: οἱ περὶ ἀριθμὸν τευτάζοντες Plat. усиленно занимающиеся наукой о числах.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τευτάζω]], fut. -άσω [for [[ταὐτάζω]]<br />to say or do the [[same]] [[thing]], τ. [[περί]] τι to [[dwell]] [[upon]] a [[thing]], be [[wholly]] [[engaged]] in it, Plat.
|mdlsjtxt=[[τευτάζω]], fut. -άσω [for [[ταὐτάζω]]<br />to say or do the [[same]] [[thing]], τ. [[περί]] τι to [[dwell]] [[upon]] a [[thing]], be [[wholly]] [[engaged]] in it, Plat.
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τευτάζω Medium diacritics: τευτάζω Low diacritics: τευτάζω Capitals: ΤΕΥΤΑΖΩ
Transliteration A: teutázō Transliteration B: teutazō Transliteration C: teftazo Beta Code: teuta/zw

English (LSJ)

pf. τετεύτακα Pl.R.521e:—τ. περί τι to be employed upon, engaged in, concerned with a thing, Pl. l.c., Phlb.56e, Ti.90b: abs., to be busy, bustling, Telecl.36, Pl.Com.89 (anap.): c. inf., bid or order one repeatedly to do a thing, Pherecr.184 (anap.):- also Med., Phryn.Com.36, Luc.Lex.21, cj. in Them.Or.13.161c.

German (Pape)

[Seite 1101] statt ταὐτάζω, eines und dasselbe sagen od. thun, sich fortwährend womit beschäftigen; Pherecrat. bei Phot.; περί τι, Plat. Phil. 59 e; γυμναστικὴ περὶ γιγνόμενον καὶ ἀπολλύμενον τετεύτακε, Rep. VII, 521 c, wo früher falsch τέτευχε stand; τῷ περὶ τὰς ἐπιθυμίας τετευτακότι, Tim. 90 b; vgl. Luc. Lexiph. 21; Sp. auch im med., wie Themist.; vgl. Bast epist. crit. p. 152.

French (Bailly abrégé)

pf. τετεύτακα;
s'occuper longtemps d'une même chose, y insister : περί τι s'appliquer à qch.
Étymologie: DELG pê apparenté à σεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

τευτάζω: (тж. med. Luc.; pf. τετεύτακα) усердно заниматься: οἱ περὶ ἀριθμὸν τευτάζοντες Plat. усиленно занимающиеся наукой о числах.

Greek (Liddell-Scott)

τευτάζω: μέλλ. -άσω, πρκμ. τετεύτακα Πλάτ. Πολ. 521E. ταυτάζω, λέγωπράττω τὰ αὐτά, τ. περί τι, ἐνδιατρίβω ἢ καταγίνομαι εἴς τι, συνεχῶς ἀσχολοῦμαι εἴς τι, ἀσχολοῦμαι ἀποκλειστικῶς εἴς τι, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φίληβ. 56E, Τίμ. 90Β, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ.· ὡς τὰ ῥήματα διατρίβειν, σπουδάζειν, πραγματεύεσθαι· - ἀπολ., ἀσχολοῦμαι, καταγίνομαι εἴς τι μετὰ σπουδῆς, πάντες δὲ τευτάζουσιν οἱ διάκονοι Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 10, πρβλ. Meineke εἰς Πλάτ. Κωμ. ἐν «Ξαντρίαις» 2· - μετ’ ἀπαρ., παραγγέλλω ἢ διατάττω τινὰ ἐπανειλημμένως νὰ πράξῃ τι, Φέρεκρ. ἐν Ἀδήλ. 55· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Μύσταις» 1, Λουκ. Λεξιφ. 21, Θεμίστ.: - Περὶ τοῦ ῥήματος τούτου ἴδε τὰς ἑρμηνείας τοῦ Σουΐδ. καὶ Φωτίου ἐν λ. τευτάζειν, ἴδε καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ. τευτάζει καὶ τευτασμός. - Τό οὐσιαστ. τευτασμός, ὁ, μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ὅστις ἑρμηνεύει αὐτό: «σηραγγεία». Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 181.

Greek Monolingual

και δ.τ. τευτάσσω Α- 1. ασχολούμαι αποκλειστικά ή συνεχώς με κάτι, καταγίνομαι («οὐ χρὴ ἡμᾶς περὶ τὰ μὴ ἀναγκαῖα τευτάζειν», Ωριγ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) παραγέλλω σε κάποιον επανειλημμένως να κάνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Έχει σχηματιστεί από τη ρίζα του ρ. τευμῶμαι, κατά τα ρ. σε -τάω, -τάζω (πρβλ. βαστάζω, ῥιπτάζω)].

Greek Monotonic

τευτάζω: μέλ. τευτάσω, παρακ. τετεύτακα· αντί ταὐτάζω, λέω ή κάνω το ίδιο πράγμα, τευτάζω περί τι, καταγίγνομαι με κάτι, ασχολούμαι αποκλειστικά με αυτό, σε Πλάτ.

Middle Liddell

τευτάζω, fut. -άσω [for ταὐτάζω
to say or do the same thing, τ. περί τι to dwell upon a thing, be wholly engaged in it, Plat.