τετράδραχμος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de quatre drachmes ; τὸ τετράδραχμον <i>tétradrachme, monnaie d'argent de quatre drachmes ou un statère d'argent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[δραχμή]].
|btext=ος, ον :<br />de quatre drachmes ; τὸ τετράδραχμον <i>tétradrachme, monnaie d'argent de quatre drachmes ou un statère d'argent</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[δραχμή]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράδραχμος:''' [[стоимостью в четыре драхмы]] ([[μέδιμνος]] τῶν ἀλφίτων Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, -ο / [[τετράδραχμος]], -ον, ΝΜΑ, ουδ. και [[τετράαχμον]] και τετρᾱχμον Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] τεσσάρων δραχμών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράδραχμο</i>(<i>ν</i>)<br />[[νόμισμα]] αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές συναλλαγές («διδόναι [[τέσσαρα]] τετράδραχμα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δραχμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραχμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>οκτά</i>-<i>δραχμος</i>].
|mltxt=η, -ο / [[τετράδραχμος]], -ον, ΝΜΑ, ουδ. και [[τετράαχμον]] και τετρᾱχμον Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] τεσσάρων δραχμών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράδραχμο</i>(<i>ν</i>)<br />[[νόμισμα]] αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές συναλλαγές («διδόναι [[τέσσαρα]] τετράδραχμα», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δραχμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δραχμή]]), <b>πρβλ.</b> <i>οκτά</i>-<i>δραχμος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράδραχμος:''' [[стоимостью в четыре драхмы]] ([[μέδιμνος]] τῶν ἀλφίτων Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράδραχμος Medium diacritics: τετράδραχμος Low diacritics: τετράδραχμος Capitals: ΤΕΤΡΑΔΡΑΧΜΟΣ
Transliteration A: tetrádrachmos Transliteration B: tetradrachmos Transliteration C: tetradrachmos Beta Code: tetra/draxmos

English (LSJ)

ον, A worth four drachmas, Arist.Oec.1347a33. II τετράδραχμον, τό, silver coin of four drachmas, tetradrachm, IG 1.2.280.91, Pl.Ax.366c, Plu.Sull.25, etc.: later τετράαχμον, IG11(2).219 B 55, 287 B 54 (Delos, iii B.C.); also τετρᾶχμον (on the accent, v. EM 754.40), Zeno Stoic.1.23 (v.l.), IG22.1534.252, 7.303.79 (Oropus), 3498.62 (ibid.), 11(2).203 B 40 (Delos, iii B.C.), 287 B 47 (ibid.), Inscr.Délos298 A 35 (iii B.C.), SIG729.3 (Delph., i B.C.), Phld.Ir.p.37 W.

German (Pape)

[Seite 1097] vier Drachmen schwer, geltend, werth; – τὸ τετράδραχμον, eine Münze von vier Drachmen, Plat. Ax. 366 c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de quatre drachmes ; τὸ τετράδραχμον tétradrachme, monnaie d'argent de quatre drachmes ou un statère d'argent.
Étymologie: τέσσαρες, δραχμή.

Russian (Dvoretsky)

τετράδραχμος: стоимостью в четыре драхмы (μέδιμνος τῶν ἀλφίτων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράδραχμος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν τεσσάρων δραχμῶν, Ἀριστ. Οἰκ. 2, 8. ΙΙ. τετράδραχμον, τό, ἀργυροῦν νόμισμα τεσσάρων δραχμῶν, δυνάμενον σχεδὸν 3.90 δραχμὰς νέας, Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 22, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366C, Πλουτ. Σύλλ. 25, πρβλ. στατήρ.

Greek Monolingual

η, -ο / τετράδραχμος, -ον, ΝΜΑ, ουδ. και τετράαχμον και τετρᾱχμον Α
1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων δραχμών
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράδραχμο(ν)
νόμισμα αξίας τεσσάρων δραχμών το οποίο κατά την αρχαιότητα χρησίμευε στις περισσότερες διεθνικές συναλλαγές («διδόναι τέσσαρα τετράδραχμα», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. οκτά-δραχμος].